- Ο Γερμανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον προειδοποιεί για τις επιπτώσεις των σχεδίων του Ντόναλντ Τραμπ, που περιλαμβάνουν την αποδυνάμωση των ανεξάρτητων αρχών και των μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ.
- Το έγγραφο αναφέρει ότι η ατζέντα του Τραμπ θα οδηγήσει σε υπερσυγκέντρωση εξουσιών και υπονόμευση βασικών δημοκρατικών αρχών, καθώς και σε εξουσία «συγκυβέρνησης» για τεχνολογικούς κολοσσούς.
- Ο πρέσβης επισημαίνει την ανάγκη ελέγχου του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI από τον Τραμπ για την προώθηση των πολιτικών του στόχων, όπως οι μαζικές απελάσεις και η καταστολή αντιπάλων.
Ο Γερμανός πρέσβης στην Ουάσινγκτον προειδοποιεί ότι η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ θα στερήσει από τις αρχές επιβολής του νόμου και τα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ την ανεξαρτησία τους, και θα παραδώσει σε τεχνολογικούς κολοσσούς εξουσία «συγκυβέρνησης», σύμφωνα με εμπιστευτικό έγγραφο που περιήλθε εις γνώση του πρακτορείου ειδήσεων Reuters.
Το έγγραφο, που φέρει ημερομηνία 14 Ιανουαρίου και την υπογραφή του πρέσβη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Αντρέας Μικέλις, περιγράφει την ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ για τη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο ως «μέγιστη απορρύθμιση» που θα επιφέρει «επαναπροσδιορισμό της συνταγματικής τάξης – υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του προέδρου, εις βάρος του Κογκρέσου και των πολιτειακών αρχών».
«Βασικές δημοκρατικές αρχές, έλεγχοι και ισορροπίες θα υπονομευθούν σε μεγάλο βαθμό. Το νομοθετικό σώμα, οι αρχές επιβολής του νόμου και τα μέσα ενημέρωσης θα στερηθούν της ανεξαρτησίας τους και θα χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά» για να εξυπηρετήσουν πολιτικούς σκοπούς. Τεχνολογικοί κολοσσοί «θα αποκτήσουν εξουσία συγκυβέρνησης», αναφέρει το έγγραφο.
Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών an;efere ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι επέλεξαν τον Τραμπ σε δημοκρατικές εκλογές, υπογραμμίζοντας ότι το Βερολίνο «θα συνεργαστεί στενά με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ προς το συμφέρον της Γερμανίας και της Ευρώπης».
Η απερχόμενη κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς απέφυγε δημοσίως να διατυπώσει επικρίσεις για τον Τραμπ μετά τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, αλλά η εμπιστευτική αναφορά του πρέσβη Μικέλις είναι ιδιαίτερα αιχμηρή.
Οι πρέσβεις δεν αντικαθίστανται αυτομάτως μετά τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, εκτός εάν η αλλαγή κριθεί αναγκαία για διπλωματικούς ή άλλους λόγους.
Ο Αντρέας Μικέλις βλέπει τον έλεγχο του υπουργείου Δικαιοσύνης και του FBI ως κλειδιά για την επίτευξη των πολιτικών και προσωπικών στόχων του Τραμπ – όπως οι μαζικές απελάσεις παράτυπων μεταναστών, τα αντίποινα σε βάρος αντιπάλων και η εξασφάλιση ακαταδίωκτου.
Επισημαίνει πως ο Τραμπ έχει πληθώρα νομικών επιλογών για να επιβάλει την ατζέντα του στις πολιτειακές αρχές, αναφέροντας για παράδειγμα πως «ακόμη και η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων» σε περιοχές της χώρας για σκοπούς «αστυνόμευσης» θα ήταν δυνατή σε περίπτωση «εξέγερσης» ή «εισβολής».
Βάσει του Συντάγματος των ΗΠΑ, οι κυβερνήτες έχουν την πρωταρχική εξουσία για τη διατήρηση της τάξης μέσα στα σύνορα των πολιτειών τους. Η διάταξη Posse Comitatus Act που ανάγεται στο 1878, απαγορεύει στον ομοσπονδιακό στρατό να συμμετέχει στην εγχώρια επιβολή του νόμου, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (σ.σ. όπως π.χ. για την καταστολή εξέγερσης).
Ο Μικέλις προβλέπει επίσης «επαναπροσδιορισμό της Πρώτης Τροπολογίας», σημειώνοντας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ και ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης της πλατφόρμας Χ (πρώην Twitter) Ίλον Μασκ έχουν ήδη λάβει μέτρα κατά επικριτών και μη συνεργαζόμενων μέσων ενημέρωσης. «Ο ένας καταφεύγει σε αγωγές, απειλώντας με ποινική δίωξη και ανάκληση άδειας, ο άλλος χειραγωγεί αλγόριθμους και μπλοκάρει λογαριασμούς», αναφέρει στο έγγραφο.
Η υποστήριξη που έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη ο Μασκ στην ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) ενόψει των γερμανικών εκλογών στις 23 Φεβρουαρίου έχει προκαλέσει οργή στο Βερολίνο, αλλά η κυβέρνηση δεν έκλεισε τους επίσημους λογαριασμούς της στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Χ.
Κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Τραμπ, το Βερολίνο είχε μια τεταμένη σχέση με την Ουάσινγκτον, καθώς βρέθηκε αντιμέτωπο με υψηλούς δασμούς και επικρίσεις για την αποτυχία του να εκπληρώσει τον στόχο του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες.