- Τα υψηλά επίπεδα «καλής» χοληστερόλης (HDL) στο αίμα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο γλαυκώματος, αμφισβητώντας τη μακροχρόνια αντίληψη ότι η HDL είναι πάντα ευεργετική.
- Σε μελέτη που περιλάμβανε 400.229 συμμετέχοντες, διαπιστώθηκε ότι κάθε μέτρια αύξηση της HDL-C αύξανε τον κίνδυνο γλαυκώματος κατά 5%, ειδικά στους άνδρες άνω των 55 ετών.
- Οι ερευνητές προτείνουν ότι είναι απαραίτητη η περαιτέρω έρευνα για να κατανοηθούν οι μηχανισμοί πίσω από αυτές τις συσχετίσεις και να αναπτυχθούν διαφορετικές στρατηγικές πρόληψης για άνδρες και γυναίκες.
Τα υψηλά επίπεδα της «καλής» χοληστερόλης (HDL) στο αίμα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο γλαυκώματος– μιας ανίατης πάθησης που οδηγεί σε απώλεια όρασης- σύμφωνα με νέα μελέτη. Εδώ και επτά δεκαετίες, η HDL χοληστερόλη θεωρείται ως η «καλή χοληστερόλη». Ωστόσο, τα ευρήματα της νέας μελέτης αμφισβητούν αυτή τη θεωρία.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Sun Yat-sen στην Κίνα διαπίστωσαν ότι η κατηγοριοποίηση της χοληστερόλης σε «καλή» και «κακή» μπορεί να μην ισχύει για την υγεία των ματιών, ειδικά όσον αφορά τον κίνδυνο ανάπτυξης γλαυκώματος.
«Συνήθως, τα υψηλά επίπεδα HDL-C θεωρούνταν η ‘καλή χοληστερόλη’ λόγω της σχέσης τους με τη μείωση του κινδύνου καρδιοαγγειακών παθήσεων», δήλωσαν οι ερευνητές. «Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες έχουν αμφισβητήσει αυτήν τη θεωρία, καθώς τα υψηλά επίπεδα HDL-C έχουν συσχετιστεί με καρδιοαγγειακές και λοιμώδεις ασθένειες, εκφυλισμό της ωχράς κηλίδας λόγω ηλικίας και αυξημένη θνησιμότητα» εξήγησαν.
Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα παθήσεων των ματιών και αποτελεί την κύρια αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης παγκοσμίως. Άτομα με οικογενειακό ιστορικό γλαυκώματος, υψηλή ενδοφθάλμια πίεση, διαβήτη, μυωπία ή υπερμετρωπία, εχουν Αφρικανική ή Ασιατική καταγωγή και είναι άνω των 50 ετών, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της πάθησης. Αν και δεν υπάρχει θεραπεία για το γλαύκωμα, οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να το διαχειριστούν με τη χρήση οφθαλμικών σταγόνων, θεραπεία με λέιζερ, χειρουργική επέμβαση ή με έναν συνδυασμό όλων αυτών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 400.229 συμμετέχοντες στο ερευνητικό πρόγραμμα υγείας UK Biobank,οι οποίοι ήταν ηλικίας 40 έως 69 ετών κατά την εγγραφή τους στη μελέτη. Κανένας από τους συμμετέχοντες δεν είχε διαγνωστεί με γλαύκωμα στην έναρξη της μελέτης. Η ομάδα ανέλυσε δείγματα αίματος των συμμετεχόντων και μέτρησε τα επίπεδα HDL-C, LDL-C, συνολικής χοληστερόλης (TC) και τριγλυκεριδίων (TG).
Μετά από μέσο όρο παρακολούθησης σχεδόν 14,5 ετών, 6.868 συμμετέχοντες (1,72%) ανέπτυξαν γλαύκωμα. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι για κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων HDL-C, ο κίνδυνος γλαυκώματος αυξήθηκε κατά 5%. Αντίθετα, κάθε μέτρια αύξηση των επιπέδων LDL-C, TC και TG σχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο. Αυτές οι συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μόνο στους συμμετέχοντες ηλικίας 55 ετών και άνω. Για παράδειγμα, τα υψηλότερα επίπεδα HDL-C συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος μόνο στους άνδρες. Τα υψηλότερα επίπεδα LDL-C και TC συσχετίστηκαν με χαμηλότερο κίνδυνο γλαυκώματος, με στατιστική σημασία να παρατηρείται μόνο στις γυναίκες.
«Αυτή η διαφορά μπορεί να οφείλεται σε γενετική ευαισθησία στη δυσλιπιδαιμία– τα ανθυγιεινά επίπεδα λιπιδίων στο αίμα στους άνδρες- και σε αλλαγές στην ορμονική κατάσταση στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες», εκτιμούν οι ερευνητές. «Οι ακριβείς φυσιολογικοί μηχανισμοί πίσω από αυτές τις διαφορές μεταξύ των φύλων παραμένουν υποθετικοί, αλλά μια μελέτη σε ζώα έδειξε ότι οι διαφορές μεταξύ των φύλων θα μπορούσαν να σχετίζονται με διαφορές στους υποδοχείς LDL. Επομένως, μπορεί να είναι σημαντικό να αναπτυχθούν διαφορετικές στρατηγικές για άνδρες και γυναίκες με βάση αυτά τα ευρήματα» εξήγησαν οι ερευνητές.
«Η HDL χοληστερόλη θεωρείται η καλή χοληστερόλη εδώ και επτά δεκαετίες. Ωστόσο, αυτή η μελέτη καταδεικνύει ότι τα υψηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης δεν συνδέονται σταθερά με ευνοϊκή προγνωστική έκβαση. Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για τη διερεύνηση των μηχανισμών πίσω από αυτές τις συσχετίσεις» κατέληξαν οι επιστήμονες.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «British Journal of Ophthalmology».
ΠΗΓΗ: New Atlas