Με αφορμή την πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής κατά του Χρήστου Τριαντόπουλου για την αλλοίωση του χώρου της τραγωδίας των Τεμπών, έρχεται στο προσκήνιο το πώς συστήνεται και λειτουργεί η εν λόγω επιτροπή, που αποτελεί μια από τις κορυφαίες κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, η εκτίμηση στο Κοινοβούλιο είναι ότι οι διαδικασίες για την προανακριτική επιτροπή κατά του κ. Τριαντόπουλου θα ξεκινήσουν μετά τις 20 Φεβρουαρίου, διότι σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής πρέπει να μεσολαβήσει ένα διάστημα 7 ημερών, όπου οι βουλευτές έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν σε τριμελές γνωμοδοτικό όργανο, προκειμένου να αποφανθεί για την βασιμότητα της κατηγορίας, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να πράττουν.
Βάση για τη συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής αποτελεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, που αφορά στην τέλεση πλημμελημάτων ή κακουργημάτων που διαπράττονται από μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τη διάρκεια των καθηκόντων του, όπως ορίζεται στο άρθρο 86 του ισχύοντος Συντάγματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 154 του Κανονισμού της Βουλής, «η πρόταση για την άσκηση δίωξης κατά των πρoσώπων της παρ. 1 του άρθρου 153 υποβάλλεται γραπτώς και υπογράφεται τουλάχιστον από τριάντα (30) Βουλευτές, διαφορετικά, είναι απαράδεκτη». Όπως αναφέρει το ίδιο άρθρο, η πρόταση για άσκηση δίωξης πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πράξεις ή τις παραλείψεις που σύμφωνα με το νόμο για την ευθύνη των Υπουργών είναι αξιόποινες και να μνημονεύει τις διατάξεις που παραβιάστηκαν.
Η συζήτηση της πρότασης πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών, ενώ μπορεί να ζητηθεί ανάθεση σε τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο του ελέγχου των στοιχείων της κατηγορίας και της αξιολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητάς τους.
Η μυστική ψηφοφορία
Σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής, το Σώμα συζητά την πρόταση και αποφασίζει ή όχι, για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Η απόφαση λαμβάνεται με μυστική ψηφοφορία και πρέπει την πρόταση να υπερψηφίσουν τουλάχιστον 151 βουλευτές. Αν η απόφαση της Ολομέλειας υποστηρίξει την πρόταση κατηγορίας, τότε συστήνεται από βουλευτές, η Ειδική Εξεταστική Επιτροπή στην οποία ορίζεται προθεσμία μέσα στην οποία θα επιτελέσει το έργο της.
Η σύνθεση
Ο αριθμός των μελών της Επιτροπής αυξάνεται έτσι ώστε να εκπροσωπούνται με ένα (1) τουλάχιστο μέλος και κατ’ αναλογία πάντοτε της δύναμής τους όλες οι κατά τον Κανονισμό της Βουλής αναγνωριζόμενες Κοινοβουλευτικές Ομάδες.
Η λειτουργία και οι αρμοδιότητες
Η Επιτροπή συγκροτείται και λειτουργεί κατά τις διατάξεις των διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών, που εφαρμόζονται αναλόγως. Μετά τη συγκρότηση της ορίζει δύο εισηγητές από τα μέλη της.
Η Επιτροπή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και μπορεί να αναθέτει σε εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών την ενέργεια ειδικότερων πράξεων σχετικών με το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης. Κατά την προκαταρκτική εξέταση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση δίωξης καλείται από την Επιτροπή να δώσει εξηγήσεις. Όταν η αξιόποινη πράξη για την οποία διενεργείται προκαταρκτική εξέταση συνεπάγεται για τον Υπουργό οικονομικά οφέλη, κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, η Επιτροπή διατάσσει την κατάσχεσή τους.
Το πόρισμα
Το πόρισμα της Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει ιδίως τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα που οδηγούν σε αυτά, όπως προέκυψαν κατά την προκαταρκτική εξέταση, την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοζόμενες ποινικές διατάξεις και σαφή πρόταση για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Αιτιολογημένη πρέπει να είναι και η πρόταση της τυχόν μειοψηφίας, η οποία καταχωρίζεται σε χωριστό κεφάλαιο του ίδιου πορίσματος. Το πόρισμα της επιτροπής και το σχετικό αποδεικτικό υλικό υποβάλλονται στον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος ανακοινώνει στη Βουλή την κατάθεσή τους.
Το πόρισμα τυπώνεται και διανέμεται στους Βουλευτές μέσα σε δέκα ημέρες από την κατάθεσή του.
Οι Βουλευτές, καθώς και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης, δικαιούνται να λάβουν γνώση του αποδεικτικού υλικού που έχει κατατεθεί στη Βουλή.
Αν η επιτροπή δεν υποβάλει εμπρόθεσμα το πόρισμά της, η Βουλή είτε παρατείνει την προθεσμία είτε προχωρεί χωρίς πόρισμα στη συζήτηση της πρότασης για την άσκηση δίωξης. Οι εξουσίες της επιτροπής δεν αναστέλλονται με τη λήξη της συνόδου, παύουν όμως με τη διάλυση της Βουλής ή με τη λήξη της βουλευτικής περιόδου.
Αν διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος και δεν έχει κατατεθεί το πόρισμα της επιτροπής, η Βουλή κατά την πρώτη τακτική σύνοδο της νέας περιόδου ορίζει νέα επιτροπή για τη διενέργεια ή τη συνέχιση της προκαταρκτικής εξέτασης.
Συζήτηση του πορίσματος στην Ολομέλεια
Μέσα σε πέντε ημέρες από τη διανομή του πορίσματος της επιτροπής στους Βουλευτές καταρτίζεται ειδική ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας της Βουλής. Η συζήτηση, αρχίζει το αργότερο σε δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της ειδικής ημερήσιας διάταξης, είναι γενική και αναφέρεται στην παραδοχή ή μη της πρότασης για την άσκηση δίωξης. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η Βουλή μπορεί να καλέσει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση άσκησης δίωξης, και αν ακόμη δεν είναι μέλος της Κυβέρνησης, Υφυπουργός ή Βουλευτής, να εμφανιστεί ενώπιόν της και να ακουστεί.
Αμέσως μετά τη λήξη της συζήτησης διεξάγεται μυστική ψηφοφορία για την πρόταση της επιτροπής και χωριστά για κάθε καταγγελλόμενη πράξη ή παράλειψη, για την οποία ζητείται άσκηση δίωξης. Η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Αν μετά την κατάθεση του πορίσματος της επιτροπής λήξει η σύνοδος ή διαλυθεί η Βουλή ή λήξει η βουλευτική περίοδος, η γενική συζήτηση για το παραδεκτό της πρότασης διεξάγεται κατά περίπτωση σε επόμενη σύνοδο ή βουλευτική περίοδο, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί παραγραφής.
Αν απορριφθεί το πόρισμα της επιτροπής, δεν μπορεί να υποβληθεί νέα πρόταση άσκησης δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου στηριζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση απόρριψης του πορίσματος, η τυχόν επιβληθείσα κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων αίρεται αυτοδίκαια. Ο Πρόεδρος της Βουλής μπορεί να εκδώσει σχετική διαπιστωτική πράξη μετά από αίτηση του καθού η κατάσχεση ή των κληρονόμων του.
Τι είναι και πώς λειτουργεί το Ειδικό Δικαστήριο
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.
Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.
Ποια είναι η διαφορά της Προανακριτικής από την Εξεταστική Επιτροπή
Εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή συγκαλείται για τη συζήτηση θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και πρέπει να ζητηθεί από τουλάχιστον 60 βουλευτές. Και η Επιτροπή αυτή έχει όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτών Αρχών καθώς και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών αλλά δεν μπορεί να ασχοληθεί με θέματα που άπτονται στο νόμο περί Ευθύνης Υπουργών.
Η Εξεταστική μπορεί αν κατά την διερεύνηση υποθέσεων προκύψουν ενδείξεις να ζητήσει σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.