- Η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μειώνει την ικανότητα συγκέντρωσης και αναγνώρισης συναισθημάτων, επηρεάζοντας την καθημερινότητα των ατόμων, όπως οι παρορμητικές αγορές στο σούπερ μάρκετ.
- Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες είχαν χειρότερες επιδόσεις σε γνωστικά τεστ μετά την έκθεση σε ρύπανση, ενώ η μνήμη τους παρέμεινε ανεπηρέαστη.
- Η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να εκτιμά ότι ευθύνεται για 4,2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως παγκοσμίως.
Η βραχυπρόθεσμη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει την ικανότητα των ανθρώπων να εστιάζουν σε καθημερινές εργασίες, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications», έδειξε ότι ακόμη και η σύντομη έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις σωματιδίων, επηρεάζει την επιλεκτική προσοχή και την ικανότητα αναγνώρισης συναισθημάτων των συμμετεχόντων – ανεξαρτήτως αν αναπνέουν κανονικά ή μόνο από το στόμα τους. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ενός ατόμου να συγκεντρώνεται σε εργασίες, να αποφεύγει τους περισπασμούς και να συμπεριφέρεται με κοινωνικά κατάλληλο τρόπο.
«Οι συμμετέχοντες που εκτέθηκαν στην ατμοσφαιρική ρύπανση δεν μπορούσαν να αποφύγουν τα ερεθίσματα που τους αποσπούσαν την προσοχή», δήλωσε στον Guardian ο Δρ. Τόμας Φάερτι από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και συν-συγγραφέας της μελέτης.
«Αυτό σημαίνει ότι στην καθημερινότητα η προσοχή σας αποσπάται πιο εύκολα από διάφορα πράγματα. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι αποσπάσαι πιο εύκολα και κάνεις παρορμητικές αγορές όταν περπατάς στους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, επειδή δεν μπορείς να εστιάσεις στον στόχο σου» εξήγησε.
Οι ερευνητές ανάλυσαν δεδομένα από γνωστικά τεστ που συμπλήρωσαν 26 συμμετέχοντες πριν και μετά την έκθεσή τους είτε σε υψηλά επίπεδα σωματιδίων (PM) με τη χρήση καπνού από ένα κερί, είτε σε καθαρό αέρα για μία ώρα. Η μελέτη έδειξε ότι οι συμμετέχοντες είχαν χειρότερες επιδόσεις σε γνωστικά τεστ αξιολόγησης της αναγνώρισης συναισθημάτων μετά την έκθεσή τους στην ατμοσφαιρική ρύπανση από σωματίδια.
«Δυσκολεύονταν να καταλάβουν αν ένα άτομο ήταν φοβισμένο ή χαρούμενο, και αυτό μπορεί να έχει συνέπειες στο πώς συμπεριφερόμαστε με τους άλλους ανθρώπους», είπε ο Δρ. Φάερτι. «Υπάρχουν μελέτες συσχέτισης που εξετάζουν τη βραχυπρόθεσμη ατμοσφαιρική ρύπανση με περιστατικά, όπως βίαια εγκλήματα, ειδικά στις ΗΠΑ. Οπότε μπορούμε κάπως να το συνδέσουμε αυτό με τα ευρήματα, λέγοντας πιθανώς ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συναισθηματική δυσλειτουργία» εξήγησε ο επιστήμονας.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι η μνήμη των συμμετεχόντων δεν επηρεάστηκε, υποδεικνύοντας ότι ορισμένες λειτουργίες του εγκεφάλου είναι πιο ανθεκτικές στη βραχυπρόθεσμη έκθεση στη ρύπανση από ό,τι άλλες.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ένας από τους μεγαλύτερους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει εκτιμήσει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση ευθύνεται για περίπου 4,2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους δείχνει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση ενδέχεται να έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στις επιδόσεις στην εργασία και το σχολείο.
«Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε μια κλινικά υγιή ενήλικη πληθυσμιακή ομάδα, που σημαίνει ότι η υγεία τους ήταν καλή και δεν είχαν αναπνευστικά ή νευρολογικά προβλήματα. Άλλες ομάδες μπορεί να είναι πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις», σημείωσε ο Φάερτι.
«Όλοι γίνονται πιο έξυπνοι με την πάροδο του χρόνου, γιατί έχουμε εξαλείψει πράγματα που μας σκοτώνουν και επίσης έχουμε πολύ καλύτερη διατροφή απ’ ό,τι είχαμε πριν από 20 χρόνια. Διαπιστώνουμε ότι πράγματα όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πιο σημαντικά ως φραγμός στην γνωστική ευημερία ή το IQ… επειδή όλα τα υπόλοιπα έχουν κατά κάποιον τρόπο εξαλειφθεί» πρόσθεσε.
Η μελέτη αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου έργου που θα εξετάσει τις επιπτώσεις διαφορετικών πηγών ρύπανσης, κάτι που οι ερευνητές ελπίζουν να βοηθήσει στη διαμόρφωση μελλοντικών πολιτικών και μέτρων δημόσιας υγείας.
«Το ευρύτερο έργο εξετάζει διαφορετικές πηγές ρύπανσης, οι οποίες είναι πιο κοινές. Όπως για παράδειγμα, οι εκπομπές από το μαγείρεμα, η καύση ξύλου, τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και τα προϊόντα καθαρισμού, προκειμένου να εξετάσουμε αν μπορούμε να ωθήσουμε την πολιτική προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση», κατέληξε ο Δρ. Φάερτι.
ΠΗΓΗ: Guardian