- Πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού έχει έλλειψη σε μικροθρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων του ασβεστίου, του σιδήρου και των βιταμινών C και Ε.
- Η έλλειψη μικροθρεπτικών έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, με συνέπειες όπως δυσμενείς εκβάσεις εγκυμοσύνης και αυξημένη ευαισθησία σε μολυσματικές ασθένειες.
- Μελέτη που παρουσιάστηκε στο περιοδικό "The Lancet Global Health" εκτιμά τις ανεπαρκείς προσλήψεις μικροθρεπτικών συστατικών για 34 ομάδες ηλικίας-φύλου σε σχεδόν κάθε χώρα.
- Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη έλλειψη ιωδίου, βιταμίνης Β12, σιδήρου και σεληνίου, ενώ οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη έλλειψη ασβεστίου, νιασίνης, θειαμίνης, ψευδαργύρου, μαγνησίου και βιταμινών Α, C και Β6.
- Οι ελλείψεις αυτές θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και περιορίζουν το ανθρώπινο δυναμικό σε παγκόσμια κλίμακα.
- Οι επαγγελματίες υγείας έχουν την ευκαιρία να προσδιορίσουν αποτελεσματικές διατροφικές παρεμβάσεις και να τις στοχεύσουν στους πληθυσμούς που τις έχουν ανάγκη.
Περισσότερο από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζει έλλειψη σε μικροθρεπτικά συστατικά που είναι απαραίτητα για την υγεία, συμπεριλαμβανομένου του ασβεστίου, του σιδήρου και των βιταμινών C και Ε, όπως διαπιστώνει νέα αμερικανική μελέτη. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη που παρέχει παγκόσμιες εκτιμήσεις για την ανεπαρκή κατανάλωση 15 μικροθρεπτικών συστατικών κρίσιμων για την ανθρώπινη υγεία.
Η ανεπάρκεια μικροθρεπτικών συστατικών είναι μία από τις πιο συχνές μορφές υποσιτισμού παγκοσμίως και έχει αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία- από δυσμενείς εκβάσεις της εγκυμοσύνης, τύφλωση, έως αυξημένη ευαισθησία σε μολυσματικές ασθένειες.
«Η μελέτη μας είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός», δήλωσε ο συν-επικεφαλής συγγραφέας Κρις Φρι από το Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα. «Όχι μόνο επειδή είναι η πρώτη που εκτιμά τις ανεπαρκείς προσλήψεις μικροθρεπτικών συστατικών για 34 ομάδες ηλικίας-φύλου σε σχεδόν κάθε χώρα, αλλά και επειδή καθιστά αυτές τις μεθόδους και τα αποτελέσματα εύκολα προσβάσιμα σε ερευνητές και επαγγελματίες» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Χάρβαρντ, το Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα (UCSB) και την Παγκόσμια Συμμαχία για τη Βελτιωμένη Διατροφή (GAIN), χρησιμοποίησαν δεδομένα από την Παγκόσμια Διατροφική Βάση Δεδομένων, την Παγκόσμια Τράπεζα και μελέτες που διεξήχθησαν 31 χώρες, προκειμένου να συγκρίνουν τις διατροφικές προσλήψεις μεταξύ των πληθυσμών 185 χωρών. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τα επίπεδα 15 βιταμινών και μετάλλων: ασβέστιο, ιώδιο, σίδηρος, ριβοφλαβίνη, φυλλικό οξύ, ψευδάργυρος, μαγνήσιο, σελήνιο, θειαμίνη, νιασίνη και βιταμίνες Α, Β6, Β12, C και Ε.
Η μελέτη διαπίστωσε σημαντική ανεπάρκεια στην πρόσληψη σχεδόν όλων των μικροθρεπτικών συστατικών που αξιολογήθηκαν. Η ανεπαρκής πρόσληψη ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη για το ιώδιο (68% του παγκόσμιου πληθυσμού), τη βιταμίνη Ε (67%), το ασβέστιο (66%) και τον σίδηρο (65%). Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης πως περισσότεροι από τους μισούς ανθρώπους δεν κατανάλωναν επαρκή ποσότητα ριβοφλαβίνης, φυλλικού οξέος και βιταμινης C και B6. Το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν κατανάλωνε επαρκή ποσότητα νιασίνης, θειαμίνης (30%) και σεληνίου (37%). Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερη ανεπάρκεια ιωδίου, βιταμίνης Β12, σιδήρου και σεληνίου σε σχέση με τους άνδρες. Ωστόσο, οι άνδρες είχαν μεγαλύτερη έλλειψη ασβεστίου, νιασίνης, θειαμίνης, ψευδαργύρου, μαγνησίου και βιταμινών Α, C και Β6.
«Τα αποτελέσματα αυτά είναι ανησυχητικά», δήλωσε ο Τάι Μπιλ από την GAIN. «Οι περισσότεροι άνθρωποι -ακόμη περισσότεροι από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως, σε όλες τις περιοχές και τις χώρες με όλα τα εισοδήματα- δεν καταναλώνουν αρκετά από πολλά βασικά μικροθρεπτικά συστατικά. Αυτές οι ελλείψεις θέτουν σε κίνδυνο τα αποτελέσματα της υγείας και περιορίζουν το ανθρώπινο δυναμικό σε παγκόσμια κλίμακα» τόνισε.
«Η πρόκληση για τη δημόσια υγεία που αντιμετωπίζουμε είναι τεράστια, αλλά οι επαγγελματίες και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν την ευκαιρία να προσδιορίσουν τις πιο αποτελεσματικές διατροφικές παρεμβάσεις και να τις στοχεύσουν στους πληθυσμούς που τις έχουν ανάγκη», πρόσθεσε ο επικεφαλής συγγραφέας Κρίστοφερ Γκόλντεν, αναπληρωτής καθηγητής διατροφής και υγείας στη Σχολή Chan του Χάρβαρντ.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Lancet Global Health».
ΠΗΓΗ: Medicalxpress