Το άρθρο αναφέρεται στην άγνωστη επιδρομή των Ιταλών υποβρυχίων καταδρομέων στη Σούδα το 1941, εστιάζοντας στην ανάπτυξη και χρήση ειδικών ναυτικών όπλων, όπως οι «ανθρώπινες τορπίλες» και τα E-boat. Μετά από αποτυχημένες επιχειρήσεις και προετοιμασίες, οι Ιταλοί επιτέθηκαν στο λιμάνι της Σούδας, βυθίζοντας το βρετανικό καταδρομικό York και προκαλώντας ζημιές σε άλλα πλοία.
Παρά την επιτυχία της αποστολής, οι Ιταλοί καταδρομείς συνελήφθησαν, αλλά η δράση τους αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε μετά τον πόλεμο. Η επιχείρηση αυτή αναδεικνύει την στρατηγική σημασία της Κρήτης και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι Ιταλοί κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Πιο αναλυτικά:
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ιταλικό Ναυτικό είχε εξετάσει τις δυνατότητες χρησιμοποίησης ειδικών όπλων για την πρόκληση ισχυρών πληγμάτων στον Αυστροουγγρικό Στόλο, ο οποίος παρέμενε αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Πόλα.
`Ετσι, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να συνεχιστούν οι προπολεμικές ιδέες ορισμένων εμπνευσμένων Ιταλών για ανάπτυξη κάποιων ειδικών ναυτικών όπλων.
Τελικά η προσοχή στράφηκε στην ανάπτυξη μιας μικρής τορπίλης – νάρκης, η οποία θα καθοδηγείτο από έναν δύτη, που θα την προσκολούσε με τους μαγνήτες της στο πλοίο στόχο. Στις 1 Νοεμβρίου 1918 έγινε η πρώτη επίθεση στο λιμάνι της Πόλα, που είχε ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός θωρηκτού, αλλά μετά από 10 ημέρες ο πόλεμος έληξε. Από τότε δεν ασχολήθηκε κανείς με τη βελτίωση του νέου όπλου που είχε εμφανιστεί.
Στις 2 Οκτωβρίου 1935 η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοποία και το Ιταλικό Ναυτικό άρχισε να εξετάζει με ανησυχία τις προοπτικές αντιπαράθεσής του με το Βρετανικό Στόλο στη Μεσόγειο.
Ετσι εμφανίστηκε πάλι στο προσκήνιο η ιδέα της χρησιμοποίησης κάποιων άγνωστων μέχρι τότε όπλων, που θα αιφνιδίαζαν τον αντίπαλο και θα έδιναν το πλεονέκτημα στο Ιταλικό Ναυτικό. Το πρόγραμμα ανατέθηκε σε δύο νεαρούς αξιωματικούς που υπηρετούσαν στα υποβρύχια και είχαν μεγάλη πείρα στις καταδύσεις.
Με την προοπτική του πολέμου, προώθησαν τις ιδέες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι εξέλιξαν περισσότερο το όπλο, παρουσιάζοντας μια «ανθρώπινη τορπίλη» με την οποία δύο δύτες μπορούσαν να διεισδύσουν στα λιμάνια και να τοποθετήσουν στα ύφαλα του πλοίου ένα ισχυρό γέμισμα με χρονικό πυροκροτητή. Ο αρχηγός του Ιταλικού Ναυτικού έδωσε ρητή διαταγή για άμεση κατασκευή του όπλου τους και τον Ιανουάριο του 1936 έγινε μια επίδειξη στο ναύσταθμο που εντυπωσίασε αφήνοντας άριστες εντυπώσεις.
Στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένα μυστικό κέντρο στο ναύσταθμο της Λα Σπέτζια, για την ανάπτυξη του νέου όπλου, ενώ ήδη νέες ιδέες εμφανίζονταν για την επιχειρησιακή του αξιοποίηση, αλλά και για την εξέλιξη άλλων ειδικών όπλων. Στις 5 Μαΐου 1936 ο Μουσολίνι διακήρυξε τη νίκη στην Αιθιοποία και την προσάρτησή της στην Ιταλική Αυτοκρατορία, χωρίς να αντιδράσει η Μεγάλη Βρετανία.
Ετσι, καθώς πλέον ερχόταν και πάλι ειρήνη, η έρευνα στο κέντρο ανάπτυξης νέων όπλων του Ιταλικού Ναυτικού πάγωσε και τα όπλα αποθηκεύτηκαν.
Δύο χρόνια είχαν χαθεί ήδη όταν η προοπτική ενός νέου πολέμου άρχισε να προβάλλει και η Ρώμη διέταξε τον Aντιπλοίαρχο Πάολο Αλοίσι να αναλάβει τη διοίκηση μιας μονάδας που ήταν εξοπλισμένη με ταχύπλοα ελαφρά σκάφη και να ξεκινήσει εκ νέου την ανάπτυξη νέων ειδικών όπλων.
Πολύ σύντομα η «ανθρώπινη τορπίλη» εμφανίστηκε ανανεωμένη, ενώ παρουσιάστηκε και ένα δεύτερο ειδικό όπλο, στη μορφή των E-boat ή MTR. Tα E-boat ήταν μικρά σκάφη χωρίς βύθισμα, κατασκευασμένα από ελαφρύ ξύλο, μήκους 30 και πλάτους 6 ποδών, που μπορούσαν να περάσουν πάνω από τα περισσότερα προστατευτικά φράγματα των λιμανιών. `Ενας κινητήρας Alfa Romeo 2500 τους έδινε μέγιστη ταχύτητα 32 κόμβων, ενώ στο ρύγχος τους μετέφεραν εκρηκτικό γέμισμα 272 κιλών, που εκρήγνυτο με την πρόσκρουση ή την άσκηση υδροστατικής πίεσης στα πλευρά ενός πλοίου.
Επανδρώνονταν από ένα άτομο που το κατηύθυνε επάνω στο στόχο, την κατάλληλη στιγμή κατέστρεφε το πηδάλιο για να σιγουρευτεί και στη συνέχεια πηδούσε στο νερό. Για να μην επηρεαστεί από το κύμα της έκρηξης, ο άνδρας επιβιβαζόταν σε ειδικό πλωτήρα που μετέφερε μαζί του και αν είχε τη δυνατότητα, κολυμπούσε για να διαφύγει της σύλληψης.
Τον Ιούλιο του 1939 ο Αλοίσι διατάχθηκε να ξεκινήσει την επιλογή και εκπαίδευση των πρώτων ανδρών του.
Αυτός συγκέντρωσε αρχικά 5 άνδρες και στη συνέχεια άλλους 7, με τους οποίους άρχισε ένα εξοντωτικό πρόγραμμα επιλογής και εκπαίδευσης που δοκίμαζε όχι μόνο τα ψυχοσωματικά προσόντα του καθενός, αλλά και την προσωπική του ζωή, που περνούσε μέσα από πολλά φίλτρα. Βασικό στοιχείο ήταν η μυστικότητα, αφού απαγορευόταν να μάθει ο οποιοσδήποτε για τις δραστηριότητές τους, ενώ με άκρα μυστικότητα είχε ξεκινήσει και η παραγωγή των νέων όπλων που θα χρησιμοποιούσαν.
`Οταν στις 10 Ιουλίου 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, τα νέα όπλα βρίσκονταν ακόμη στο στάδιο της πιστοποίησης. Την ευθύνη γι’ αυτά είχε πλέον ο Aντιπλοίαρχος Μάριο Τζιορτζίνι, ο οποίος σύντομα διατάχθηκε να εκτελέσει την πρώτη επιχείρηση στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, παρόλο που θεωρούσε ότι χρειαζόταν ακόμη χρόνο η μονάδα του.
Η Ρώμη δεν έδειχνε κατανόηση στα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζονταν με τα νέα όπλα και η επιχείρηση, που είχε οριστεί για τη νύκτα 25/26 Αυγούστου, απέτυχε, καθώς βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν στην πορεία το υποβρύχιο που μετέφερε τις «ανθρώπινες τορπίλες» και τα πλοία που το συνόδευαν.
Παρά την ατυχία αυτή, οι βατραχάνθρωποι συνέχισαν την εκπαίδευσή τους, εκτελώντας εκπαιδευτικές επιχειρήσεις στο ναύσταθμο της Λα Σπέτζια. Τη νύκτα 29/30 Σεπτεμβρίου δύο ομάδες ορίστηκε να μεταφερθούν με δύο ειδικά διασκευασμένα υποβρύχια για να επιτεθούν ταυτόχρονα στο Γιβραλτάρ και την Αλεξάνδρεια.
Το υποβρύχιο που θα πήγαινε στην Αλεξάνδρεια διατάχθηκε να επιστρέψει λόγω απόπλου του Βρετανικού Στόλου, αλλά δέχθηκε επίθεση από βρετανικά πλοία και βυθίστηκε, με αποτέλεσμα να συλληφθούν οι βατραχάνθρωποι και το πλήρωμα.
Το δεύτερο υποβρύχιο επέστρεψε με ασφάλεια στη Λα Σπέτζια, έπειτα από σήμα που του γνωστοποιούσε ότι τα βρετανικά πλοία είχαν αποπλεύσει από το Γιβραλτάρ.
Το υποβρύχιο επέστρεψε στον «Βράχο» και τη νύκτα 29/30 Οκτωβρίου 6 βατραχάνθρωποι κατευθύνθηκαν με τις τορπίλες τους προς τα αγκυροβολημένα πλοία.
Λόγω όμως προβλημάτων στις αναπνευστικές συσκευές τους και τεχνικών προβλημάτων που παρουσιάστηκαν στις τορπίλες, κανείς δεν κατάφερε να φτάσει στο στόχο του και άλλοι διέφυγαν στην Ισπανία, άλλοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ενώ μία τορπίλη βγήκε στην επιφάνεια, για να περιέλθει στα χέρια των Ισπανών. Το μυστικό όπλο είχε αποκαλυφθεί.
Στο Αιγαίο
Με την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940, η θέση της Ιταλίας έγινε δύσκολη. Η στρατηγική αξία της Κρήτης ήταν γνωστή σε όλους, αλλά στις αρχές του 1941, με τις δυνάμεις τους να υποχωρούν στη Βόρειο `Ηπειρο και τη Βόρειο Αφρική, οι Ιταλοί περισσότερο, αλλά και οι Γερμανοί έβλεπαν την πίεση που δέχονταν από την Κρήτη να αυξάνεται.
Πράγματι, η Κρήτη, που εχρησιμοποιείτο πλέον από τους Βρετανούς, απομόνωνε τα Δωδεκάνησα, την πλέον προωθημένη ιταλική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο. Χάρη στην κεντρική θέση της, η Κρήτη κυριαρχούσε στη λεκάνη της Μεσογείου.
Ετσι εξασφάλιζε μεν τις νηοπομπές των Βρετανών από την Αλεξάνδρεια στην Ελλάδα, ενώ προσέφερε εξαιρετική βάση για επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων του `Αξονα στη Βόρειο Αφρική. Οι Βρετανοί είχαν ήδη αναλάβει την ευθύνη της άμυνας της νήσου κι εξακολουθούσαν να επωφελούνται από το εξαιρετικό λιμάνι στον Κόλπο της Σούδας, απ’ όπου εξορμούσε ο Βρετανικός Στόλος, μοναδικός άξιος αντίπαλος των Ιταλών στη Μεσόγειο, εξαιρέσει του μικρών δυνατοτήτων Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού.
Τα βαθιά νερά του κόλπου, περιστοιχισμένα από λόφους και απότομες βουνοκορφές όπου είχαν εγκατασταθεί πυροβολεία, σε συνδυασμό με 3 σειρές φραγμάτων, προσέφεραν ένα εξαιρετικά ασφαλές αγκυροβόλιο, 6 μίλια από την ανοιχτή θάλασσα.
Οποιοσδήποτε επιχειρούσε να πλησιάσει με εχθρικές διαθέσεις, ήταν σαν να έμπαινε σε μια παγίδα απ’ όπου ήταν αδύνατο να ξεφύγει. Η διείσδυση στο λιμάνι της Σούδας έδειχνε απλώς αδύνατη. Αλλά ακόμα και αν κάποιος κατόρθωνε να περάσει, ήταν αδύνατο να ξεφύγει, βγαίνοντας στο πέλαγος.
Μετά την επιχείρηση στο Γιβραλτάρ, που για τους Ιταλούς θεωρήθηκε επιτυχημένη, ο ίδιος ο Μουσολίνι έδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για τα ειδικά όπλα του Ναυτικού. Μετά τη σύλληψη του Τσιορτζίνι από τους Βρετανούς, νέος διοικητής είχε οριστεί ο Aντιπλοίαρχος Βιτόριο Μοκαγκάτα, ο οποίος επιδόθηκε αποφασιστικά στην αποστολή του, που ήταν να ξεπεραστούν τα προβλήματα που παρουσιάζονταν στα ειδικά όπλα και η ομαλή επιχειρησιακή αξιοποίησή τους.
Ο Μοκαγκάτα δεν διέθετε καμία πείρα στον τομέα που του ανατέθηκε, αλλά προσαρμόστηκε γρήγορα και μεταξύ των άλλων προώθησε και τη χρήση των E-boat, θέλοντας να εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες που του έδιναν τα ειδικά όπλα του.
Το «Τμήμα Σκαφών Εφόδου», όπως ήταν η ονομασία της υπομονάδας των E-boat, αποσπάστηκε από τον Πρώτο Ελαφρό Στολίσκο στον οποίο υπαγόταν οργανικά από το 1938. `Ετσι έπειτα από εισήγηση του Μοκαγκάτα, η διοίκησή του έλαβε από τις 15 Μαρτίου την παραπλανητική ονομασία «Δέκατος Ελαφρός Στολίσκος».
Η διοίκηση ήταν οργανωμένη σε γραφείο σχεδιασμού επιχειρήσεων, τμήμα έρευνας και υλικών και γραμματεία. Το Τμήμα Ειδικών `Οπλων διέθετε το Παράρτημα Υποβρυχίων με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Βαλέριο Μποργκέζε, στο οποίο υπαγόταν το κέντρο εκπαιδεύσεως, τα μεταφορικά υποβρύχια, οι «ανθρώπινες τορπίλες» και οι ομάδες δολιοφθορέων, ενώ το Παράρτημα Επιφανείας, με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Τζιόρτζιο Γκιόμπε, περιελάμβανε τα E-boat και άλλα ταχύπλοα.
Ο Δέκατος Ελαφρός Στολίσκος απέκτησε γρήγορα μεγάλη αυτονομία από το επιτελείο, γεγονός που βοήθησε ιδιαίτερα στην εύρηθμη λειτουργία του, προκειμένου να ανταποκριθεί στο απαιτητικό έργο που του είχε ανατεθεί.
Από το Δεκέμβριο του 1940 ήδη είχαν σταλεί στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου 6 E-boat και ως ορμητήριο ορίστηκε ο απομονωμένος Κόλπος Παρθένι της Λέρου. Τα σκάφη αυτά, στο γενικότερο πλαίσιο επιχειρήσεων που θα διεξάγονταν για την παρεμπόδιση της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, προορίζονταν να επιτεθούν στο λιμάνι της Σούδας.
Για ένα μήνα περίπου, ο Μοκαγκάτα προετοίμαζε πυρετωδώς τη σχεδίαση της επιχείρησης, ενώ στη Λέρο οι άνδρες εκπαιδεύονταν συνεχώς.
Στις 20 Ιανουαρίου, δύο άνδρες από την ομάδα τραυματίστηκαν σοβαρά από βόμβες βρετανικού αεροπλάνου, αλλά ζήτησαν να μην απαλλαγούν των καθηκόντων τους για να μη χάσουν την επιχείρηση. Η ανάρρωσή τους ήταν γρήγορη, γεγονός που δεν κατέστησε απαραίτητες αλλαγές στη σύνθεση της ομάδας.
Στα τέλη Ιανουαρίου 1941, ο Μοκαγκάτα μετέβη με αεροπλάνο στον προωθημένο σταθμό στο Παρθένι της Λέρου όπου συναντήθηκε με τους 6 επιλεγμένους χειριστές των E-boat.
Η συνάντηση που διέρκησε αρκετές ώρες έγινε στο αντιτορπιλικό Crispi και αντικείμενο ήταν μια επίθεση στη Σούδα.
Ο Μοκαγκάτα γνώριζε ότι οι επιλογές που θα είχαν οι άνδρες του ήταν δύο: θάνατος ή αιχμαλωσία. Ωστόσο πίστευε ότι η επιχείρηση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί, καθώς οι αεροφωτογραφίες αποκάλυπταν ότι η κίνηση των βρετανικών πλοίων στο λιμάνι ήταν πυκνή.
Καθημερινά, πλοία εφοδιασμού και πετρελαιοφόρα αγκυροβολούσαν για φόρτωση και εκφόρτωση, η παρουσία αντιτορπιλικών ήταν συχνή, ενώ πολλές φορές φιλοξενούνταν και καταδρομικά. Οι στόχοι έδειχναν να είναι εγγυημένοι και ιδιαίτερα δελεαστικοί για να αγνοηθούν.
Ο Μοκαγκάτα, έκλεισε τη σύσκεψη λέγοντας στους άνδρες του ότι η επίθεση δεν θα γινόταν βιαστικά, αλλά θα περίμεναν για τις καλύτερες δυνατές συνθήκες που θα εξασφάλιζαν την επιτυχία. Καλό φεγγάρι, μπουνάτσα και βέβαια οι απαραίτητοι στόχοι στο λιμάνι. Δεν τον ενδιέφερε πόσες εβδομάδες θα έπρεπε να περιμένει. Τον ενδιέφερε μόνο η επιτυχία και δεν θα συγχωρούσε την αποτυχία με κανένα τρόπο.
Επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε ο Υποπλοίαρχος Λουίτζι Φαγγιόνι, ο οποίος μαζί με δύο άνδρες, τον Κελευστή Εμίλιο Μπαρμπέρι και το ναύτη Αλέσιο Ντε Βίτο θα απέπλεαν με το Crispi.
Οι υπόλοιποι 3 άνδρες, ο Ανθυποπλοίαρχος `Αντζελο Καμπρίνι με τους ναύτες Τούλιο Τεντέσκι και Λίνο Μπεκάτι θα απέπλεαν με το αντιτορπιλικό Sella. Τα δύο αντιτορπιλικά είχαν δεχθεί μετασκευές για να φιλοξενούν τα E-boat, ενώ είχαν τοποθετηθεί σε αυτά ηλεκτρικοί γερανοί για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα. Η ομάδα θα μεταφέρετο στην Αστυπάλαια και την κατάλληλη νύχτα θα απέπλεαν με τα 2 αντιτορπιλικά χωρισμένοι σε δύο υποομάδες των τριών, με προορισμό την Κρήτη.
Θα αφήνονταν 10 μίλια από την είσοδο του Κόλπου της Σούδας. Πρωτεύων στόχος είχε οριστεί το καταδρομικό York.
Yπήρχε μόνο μια ερώτηση πριν από τη λήξη της σύσκεψης, από το Φαγγιόνι, ο οποίος αναρωτήθηκε γιατί το York, το πιο άσχημο βρετανικό πλοίο, ήταν ο πρωτεύων στόχος τους. Πράγματι το εκτοπίσματος 10000 τόνων καταδρομικό εθεωρείτο έκτρωμα.
Κατά τη διάρκεια της ναυπήγησής του, οι Βρετανοί άλλαζαν συνεχώς τη σχεδίαση και την άποψή τους για το τι ήθελαν να είναι.
Από καταδρομικό μάχης αρχικά, σε καταδρομικό αντιαεροπορικής άμυνας, έπειτα καταδρομικό συνοδείας με αεροπλάνα, μέχρι που τέλος το 1928 κατέληξαν να το κάνουν βαρύ καταδρομικό, με μεγάλα πυροβόλα, τα μεγαλύτερα ίσως στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο λόγος, όπως εξήγησε ο Μοκαγκάτα, για τον οποίο το York έπρεπε να τεθεί μόνιμα εκτός δράσης.
Στη Λέρο, οι άνδρες επιδόθηκαν σε εντατικές προετοιμασίες για την εκτέλεση της επιχείρησης, ασκούμενοι με τα αντιτορπιλικά που θα τους μετέφεραν. Υπό την επίβλεψη του ακούραστου Μοκαγκάτα, οι άνδρες του έφτασαν στο σημείο να επιτυγχάνουν την ταυτόχρονη καθέλκυση των 6 E-boat μέσα στο νερό, σε χρονικό διάστημα 35 δευτερολέπτων μόνο.
Από τις 23 Ιανουαρίου, με κάθε νέο φεγγάρι, ο στολίσκος των E-boat, με επικεφαλής τον Υποπλοίαρχο Φαγγιόνι, βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας επάνω στα αντιτορπιλικά, ενώ τα αεροσκάφη της Αεροπορίας Αιγαίου εκτελούσαν καθημερινώς αποστολές φωτοαναγνώρισης πάνω από τη Σούδα, για ενημέρωση επί των εμποδίων και των ευρισκόμενων στο λιμάνι πλοίων.
Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, που οι νύχτες ήταν μεγάλες και προσφέρονταν περισσότερο για την επιχείρηση, δεν παρουσιάστηκαν οι κατάλληλες συνθήκες.
Τον Ιανουάριο το Crispi και το Sella απέπλευσαν για την αποστολή, αλλά μετά από μερικές ώρες ανακλήθηκαν επειδή η από αέρος αναγνώριση είχε αποκαλύψει ότι με τη δύση του ηλίου τα βρετανικά πλοία απέπλεαν από τη Σούδα.
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε το Φεβρουάριο, αυτή τη φορά επειδή τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι δεν άξιζαν το ρίσκο της επιχείρησης. Παρά τον απομονωμένο σταθμό, στο Παρθένι που δεν διακρινόταν για τις εγκαταστάσεις του, γεγονός που δυσκόλευε τη ζωή τους και παρά τις δύο ματαιώσεις, τα πληρώματα των E-boat συνέχιζαν μεθοδικά την εκπαίδευσή τους.
Η επιχείρηση
Το Μάρτιο, η από αέρος αναγνώριση της Σούδας, έγινε όλο και περισσότερο δύσκολη υπόθεση. Καθώς οι Βρετανοί οχύρωναν πλέον με ταχύτερους ρυθμούς το νησί εν όψει της κατάρρευσης της άμυνας στην ηπειρωτική Ελλάδα, η αντιαεροπορική άμυνα ενισχυόταν, ενώ εμφανίζονταν συχνότερα και βρετανικά αεροσκάφη. Στις 25 Μαρτίου, τα δύο ιταλικά αντιτορπιλικά βρίσκονταν στην Αστυπάλαια, έτοιμα για την επιχείρηση, όταν δέχθηκαν βομβαρδισμό από εχθρικά αεροσκάφη.
Ενας άνδρας από το πλήρωμα του Crispi σκοτώθηκε και άλλοι 3 τραυματίστηκαν, αλλά το απόγευμα όλα έδειχαν ότι οι συνθήκες ήταν άριστες για την πραγματοποίηση της πολυπόθητης επίθεσης. `Οταν νύχτωσε, ο ουρανός ήταν σκοτεινός και νεφελώδης, η θάλασσα εντελώς ήρεμη, ενώ έπνεε ένα απαλό αεράκι από νοτιοδυτικά.
Η αναγνώριση αέρος είχε αποκαλύψει ότι στη Σούδα βρίσκονταν 3 βρετανικά πετρελαιοφόρα, 2 οπλιταγωγά, 8 μεταφορικά, 2 αντιτορπιλικά καθώς και τα καταδρομικά Coventry, Gloucester και York. Ο Φαγγιόνι αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα για την επίθεση.
Ξεκινώντας από την Αστυπάλαια, τα 2 ιταλικά αντιτορπιλικά έφτασαν στο καθορισμένο σημείο έξω από τη Σούδα, στις 11.31 και καθέλκυσαν στη θάλασσα τα 6 E-boat. Στη συνέχεια τα αντιτορπιλικά ανέστρεψαν, ενώ τα E-boat έλαβαν ρομβοειδή σχηματισμό με επικεφαλής το Φαγγιόνι και τον Καμπρίνι.
Επειτα από 3 ώρες, τα σκάφη έφτασαν στο πρώτο φράγμα στην αρχή του κόλπου, μείωσαν την ταχύτητα για να μην ακουστούν και έπειτα από λίγα λεπτά ο Φαγγιόνι πέρασε τους άνδρες του ανάμεσα από δύο στηρίγματα που βρίσκονταν κοντά στο κέντρο της εισόδου. Μετά από 15 λεπτά, πέρασαν το δεύτερο φράγμα, αυτή τη φορά από ένα σημείο προς τα δεξιά, όπου οι σκιές των βράχων προσέφεραν κάλυψη.
`Ομως, το σκάφος του Μπαρμπέρι που ερχόταν δεύτερο πίσω από τον Φαγγιόνι κόλλησε, και αυτός έσβησε τον κινητήρα του περιμένοντας στη σκιά της νησίδας τους άλλους. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα άλλα 5 σκάφη ξαναφάνηκαν και μπήκαν σε σειρά, το ένα πίσω από το άλλο, συνεχίζοντας την πορεία τους. Η ώρα ήταν περίπου 02.45 της 26ης Μαρτίου.
Ο Φαγγιόνι κατηύθυνε τους άνδρες του προς τα αριστερά και συνέχισαν προς το τελικό φράγμα του αγκυροβολίου, με αυξημένη ταχύτητα. Είχε υπολογίσει την ταχύτητά τους έτσι ώστε να φτάσουν σε 2 ώρες περίπου, λίγη μόνο ώρα πριν από την αυγή που γνώριζε ότι θα ερχόταν στις 05.18.
Δέκα λεπτά αργότερα, έχοντας καλύψει σχεδόν τη μισή απόσταση, από την κορυφή ενός λόφου αριστερά τους, άναψαν δύο προβολείς που έριξαν το φως τους λίγα μέτρα μπροστά από τους Ιταλούς.
Ο Φαγγιόνι έκοψε αμέσως ταχύτητα, έκανε σήμα στους υπόλοιπους να σταματήσουν και περίμεναν για λίγα λεπτά ακίνητοι και σιωπηλοί μέσα στο σκοτάδι. Καθώς το φως των προβολέων στρεφόταν προς την είσοδο του λιμένα, ο Φαγγιόνι διέκρινε για μια στιγμή ένα άνοιγμα στο άκρο δεξιά του φράγματος, που έδειχνε αδιαπέραστο. «Ευχαριστώ» ψυθίρισε.
Λίγο μετά, οι προβολείς έσβησαν και ο κόλπος βυθίστηκε και πάλι στο σκοτάδι. Τα E-boat άρχισαν να προχωρούν και πάλι προς την κατεύθυνση του κενού στο φράγμα που είχε εντοπιστεί.
Τα σκάφη συγκεντρώθηκαν στο φράγμα, και ο Φαγγιόνι έριξε μια ματιά στο φωσφορίζον ρολόι του.
Η ώρα ήταν 04.30. Στο βόρειο άκρο του φράγματος, το κενό που υπήρχε μέχρι τα βράχια, είχε πλάτος 50 γυάρδες και οι Ιταλοί γλίστρισαν με τα σκάφη τους υπό τη σκιά των βράχων.
Μπορούσαν να ακούσουν καθαρά τις ομιλίες Βρετανών σκοπών, ενώ σε απόσταση ένας σκύλος γαύγιζε. Τα σκάφη έπλευσαν για λίγο παράλληλα με το φράγμα, φτάνοντας στη μέση του κόλπου, και ο Φαγγιόνι τους έκανε σήμα να σβήσουν τους κινητήρες και να συγκεντρώθηκαν γύρω του.
Σε μικρή απόσταση μπροστά τους, διακρίνονταν οι σκιές μεγάλων πλοίων, αλλά η ώρα ήταν 04.46 και δεν υπήρχε αρκετός χρόνος μέχρι την αυγή, ώστε να συγχρονίσουν την επίθεσή τους. Χρησιμοποιώντας τα κυάλια νυκτός που διέθετε, ο Φαγγιόνι έκανε αναγνώριση των στόχων.
Ευθεία μπροστά του, 200 μέτρα από το φράγμα, βρισκόταν το York που αναγνωριζόταν εύκολα, με εκτεθειμένο το δεξί πλευρό του, όμως κανένα άλλο καταδρομικό δεν φαινόταν, γεγονός που σήμαινε ότι νωρίτερα είχαν αποπλεύσει.
Λίγο πίσω από το York διέκρινε ένα μικρό πετρελαιοφόρο και ένα άλλο μεταφορικό πλοίο, ενώ πιο κοντά στ’ αριστερά βρισκόταν το «Περικλής» ένα μεγάλο πετρελαιοφόρο 18.000 τόνων, που μια ματιά στην ίσαλο γραμμή του, φανέρωνε ότι ήταν φορτωμένο.
Ο Φαγγιόνι έδωσε τα κυάλια του στους συντρόφους του ώστε να αποκτήσουν μια ιδέα της εικόνας των στόχων. Η ώρα είχε πάει περίπου 05.00.
Από το καταδρομικό ακούστηκε το εγερτήριο, άναψαν φώτα κι άρχιζε να παρατηρείται δραστηριότητα, ενώ από τις τζιμινιέρες άρχισε να βγαίνει καπνός. Με χαμηλή φωνή ο Φαγγιόνι άρχισε να μιλά αργά στους άνδρες του:
«Καμπρίνι και Τεντέσκι, στόχος σας είναι το York. Είναι το πλοίο ευθεία μπροστά. Οι εξαεριστήρες του κάνουν πολύ θόρυβο που θα καλύψει την προσέγγισή σας. Πλησιάστε στις 200 γυάρδες και περιμένετε το σήμα μου.
Εσύ Ντε Βίτο, στόχος σου είναι ένα μεταφορικό πλοίο, ακριβώς πίσω και δεξιά από το York. Βρίσκονται δύο εκεί. Διάλεξε. Εσύ Μπαρμπέρι, εκείνη η μεγάλη σκιά προς τ’ αριστερά είναι ένα φορτωμένο πετρελαιοφόρο, το «Περικλής». Αυτός είναι ο στόχος σου. Θα κάνει λαμπερή φωτιά. Στο μεταξύ, ο Μπεκάτι κι εγώ θα μείνουμε πίσω να δούμε πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Στη συνέχεια θα διαλέξουμε ένα στόχο και θα επιτεθούμε».
Αυτή ήταν μια οδηγία που είχε δώσει ο Μοκαγκάτα, έτσι ώστε αναλόγως του αποτελέσματος επί του πρωτεύοντος στόχου, να έχει ο Φαγγιόνι εφεδρεία ώστε να δράσει στη συνέχεια αναλόγως της κρίσης του. Στη συνέχεια είπε ότι θα έδινε το σήμα του με το πρώτο φως, λίγο πριν από τις 05.30. Ο Φαγγιόνι έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι κονιάκ, προσέφερε από λίγο στους συντρόφους του, οι οποίοι προέβησαν σιωπηλά σε προπόσεις, και στη συνέχεια το άφησε άδειο να βυθιστεί στο νερό. Οι άνδρες άρχισαν να κατευθύνονται στους στόχους τους.
Επάνω στο York, ο Υποπλοίαρχος Ρόμπιν Μπάκλεϊ, έκανε ένα διάλειμμα στο μονότονο πέρα δώθε για τον έλεγχο της ασφάλειας και της ετοιμότητας του πλοίου. Με χαμηλή φωνή ζήτησε αναφορά από το δίκτυο επικοινωνίας και του απάντησαν τα μέλη των πυροβόλων που βρίσκονταν σε ετοιμότητα, οι άνδρες στο λεβητοστάσιο που ανέβαζαν ατμό, ενώ οι μάγειροι ετοίμαζαν λουκάνικα για πρωινό.
Σε λίγο θα άρχιζε η καθημερινή δραστηριότητα και κίνηση επάνω στο πλοίο. Ο Μπάκλεϊ βγήκε στη γέφυρα και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο καταδρομικό Coventry, 300 γυάρδες πιο πέρα, που ετοιμαζόταν να ξεκολλήσει από το πλευρό του «Περικλής», από το οποίο τις τελευταίες 4 ώρες ανεφοδιαζόταν με πετρέλαιο. Πάνω από το θόρυβο των εξαεριστήρων άκουσε ένα μακρινό θόρυβο κινητήρα σκάφους, που δυνάμωνε.
Δεν του έκανε όμως ιδιαίτερη εντύπωση. Προφανώς τα υδροπλάνα που ζέσταιναν τους κινητήρες τους για τις συνηθισμένες πρωινές περιπολίες τους.
`Αλλη μια ήσυχη βραδιά είχε περάσει και σε λίγα λεπτά το φως θα του επέτρεπε να βλέπει καθαρά γύρω του, αντί να προσπαθεί να μαντέψει με την ακοή του. Ο θόρυβος δυνάμωνε. `Εριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ήταν 05.15.
Ο Καμπρίνι με τον Ταντέσκι είχαν πλησιάσει το στόχο τους με την ελάχιστη δυνατή ταχύτητα, ώστε να μην ακουστούν.
Συνέχισαν να πλησιάζουν μέχρι που να διακρίνουν καθαρά το στόχο τους και σταμάτησαν περί τα 300 μέτρα για να περιμένουν το πρώτο φως, όπως είχαν διαταχθεί. Μετά από 15 λεπτά περίπου, ο Καμπρίνι αποφάσισε να επιτεθούν, αφού αν καθυστερούσαν άλλο ίσως να εντοπίζονταν από τους Βρετανούς. Προχώρησαν με τα σκάφη τους παράλληλα και με πλήρη ταχύτητα, στα 80 μέτρα περίπου από το πλοίο κατέστρεψαν τα πηδάλιά τους, έβγαλαν την ασφάλεια κι έπεσαν στο νερό.
Δευτερόλεπτα αργότερα και πριν προλάβουν να ανέβουν στους πλωτήρες τους, μια διπλή τρομακτική έκρηξη συντάραξε όλο το πλοίο και λίγο αργότερα μια υποβρύχια έκρηξη, προήλθε προφανώς από τα έγκατα του York.
Το καταδρομικό πήρε απότομα κλίση προς τη δεξιά πλευρά του. «Αεροπορική επιδρομή» ακούστηκε μια κραυγή από το πλοίο. Τα επόμενα δευτερόλεπτα επικράτησε πανδαιμόνιο: οι σειρήνες του συναγερμού ούρλιαζαν, οι ναύτες έτρεχαν να λάβουν θέσεις μάχης, αντιαεροπορικά βλήματα άρχισαν να σχίζουν τον ουρανό, πολυβόλα έριχναν ένα καταιγισμό πυρών μέσα στα σύννεφα και διαταγές ακούγονταν παντού.
Με το άκουσμα των εκρήξεων στο York, ξεκίνησαν και οι υπόλοιποι Ιταλοί τις επιθέσεις τους. Καθώς ο Μπαρμπέρι κατευθυνόταν με το σκάφος του προς το «Περικλής», ο Φαγγιόνι αντιλήφθηκε ότι το σκάφος του κόλλησε κι έστειλε στη θέση του τον Μπεκάτι που είχε κρατήσει δίπλα του. Τώρα, λίγα μέτρα πιο πέρα από το καταδρομικό, μια έκρηξη από το E-boat του Μπεκάτι, τράνταξε το «Περικλής», ανοίγοντάς του μια μεγάλη τρύπα στην πρύμνη, από την οποία άρχισε να διαρρέει πετρέλαιο, ενώ γλώσσες φωτιάς ξεπηδούσαν από παντού. Στο μεταξύ, ο Μπαρμπέρι έριξε το σκάφος του επάνω σε ένα μικρότερο πετρελαιοφόρο, το οποίο άρχισε να βυθίζεται γρήγορα.
`Επειτα από λίγο, μια τρίτη έκρηξη προστέθηκε στο δαντονικό τοπίο του λιμανιού της Σούδας, καθώς το φορτηγό πλοίο του Ντε Βίτο πήρε κλίση με την πρύμνη του σηκωμένη στη θάλασσα κι άρχισε να βυθίζεται.
Ο Φαγγιόνι έβλεπε εκστασιασμένος τις εκρήξεις, περίμενε για λίγο και αποφάσισε να επιτεθεί και αυτός στο York, το οποίο δεν έδειχνε να βυθίζεται γρήγορα. Πριν όμως αναπτύξει ταχύτητα, έριξε μια ματιά με τα κυάλια του και τότε διέκρινε ένα άλλο πλοίο που κινούνταν. `Ηταν το καταδρομικό Coventry που απομακρυνόταν από το χτυπημένο «Περικλής» επιχειρώντας να βγει από το λιμάνι. Κατευθύνθηκε τότε με ταχύτητα κατά πάνω του κι αφού κατέστρεψε το πηδάλιο του σκάφους του, έπεσε στη θάλασσα.
Τελικά όμως το E-boat αστόχησε για μερικά μέτρα μόνο από την πρύμνη του Coventry, που είχε σταθεί τυχερό.
Τις επόμενες ώρες, οι Βρετανοί εντόπισαν μέσα στο νερό τους 6 Ιταλούς και τους συνέλλαβαν, έχοντας την εντύπωση ότι επρόκειτο για πιλότους που είχαν εγκαταλείψει τα αεροπλάνα τους.
Ο Φαγγιόνι έμεινε στο νερό για 20 λεπτά μέχρι που εντοπίστηκε από 4 άνδρες, οι οποίοι τον μάζεψαν στη λέμβο τους και του πρόσφεραν τσιγάρο, τσάι και ουίσκι. Ο Καμπρίνι, που είχε απαλλαγεί από τη σκισμένη ελαστική στολή του, ανασύρθηκε από το νερό έπειτα από μια ώρα, τουρτουρίζοντας από το κρύο. Ο Τεντέσκι ανακαλύφθηκε και συνελήφθη έπειτα από 2 ώρες, όπως ο Μπεκάτι και ο Μπαρμπέρι.
Ο Ντε Βίτο κατόρθωσε να βγει σε μια νησίδα μέσα στο λιμάνι όπου συνελήφθη από `Ελληνες στρατιώτες.
Ο Φαγγιόνι, που συνελήφθη πρώτος, αποβιβάστηκε στην αποβάθρα, συνοδευόμενος από Πεζοναύτες οι οποίοι τον προστάτεψαν από μερικούς εξαγριωμένους `Ελληνες ναυτεργάτες και τον οδήγησαν στο Λιμεναρχείο.
Περί τις 10.00 μεταφέρθηκε στην άλλη ακτή με μια λέμβο και του δόθηκε η ευκαιρία να δει την εικόνα που επικρατούσε στο λιμάνι. Το York, βυθισμένο μέχρι το ύψος της πρύμνης, ρυμουλκούνταν από άλλα πλοία, το «Περικλής» έχανε πετρέλαιο και είχε πάρει κλίση που έδειχνε ότι θα βυθιζόταν, ενώ από το βυθισμένο πετρελαιοφόρο είχε γεμίσει όλο το λιμάνι πετρέλαιο και ένα υδροπλάνο πετούσε από επάνω.
Ο Φαγγιόνι οδηγήθηκε μπροστά σε ένα E-boat (πιθανότατα το δικό του) που είχε μείνει ανέπαφο και, ερωτώμενος, απάντησε ότι ήταν επικίνδυνο και ότι δεν θα έπρεπε να πλησιάσει κανείς κοντά.
Αρνήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τον τρόπο λειτουργίας του πυροδοτικού του μηχανισμού και, παρά τις απειλές, δήλωσε ότι δεν γνώριζε να το εξουδετερώσει.
Οι Ιταλοί φυλακίστηκαν στο Παλαιόκαστρο, στην ανατολική ακτή του λιμένα, για να περάσουν την περίοδο της αιχμαλωσίας τους. Ωστόσο διατηρούσαν υψηλό ηθικό αφού είχαν πετύχει στην αποστολή τους, την πρώτη επιτυχία του Δέκατου Ελαφρού Στολίσκου.
Στις 27 Μαρτίου, ο Φαγγιόνι ζήτησε άδεια να γράψει στην οικογένειά του και στην επιστολή του περιέγραφε σε προκαθορισμένο κώδικα τα της επιχείρησης, για τα οποία έλαβε γνώση η μονάδα του, μέσα στον Ιούνιο.
Ο Aντιπλοίαρχος Μοκαγκάτα διάβασε με υπερηφάνεια τα κατορθώματα των ανδρών του και ενημέρωσε σχετικά το πολεμικό ημερολόγιο που κρατούσε. Στο τέλος της αναφοράς του έγραψε: «Θα μπορούσε κανείς να πάει πραγματικά στο τέρμα του κόσμου με άνδρες σαν αυτούς».
Μετά την απελευθέρωσή τους και τη λήξη του πολέμου, οι 6 Ιταλοί που επιτέθηκαν στη Σούδα τιμήθηκαν με χρυσά παράσημα για την ηρωική τους δράση.
Ενα καταδρομικό 10.000 τόνων και τρία εμπορικά πλοία συνολικού εκτοπίσματος 32.000 τόνων είχαν βυθιστεί ή αχρηστευτεί οριστικά.
Το York είχε χτυπηθεί καίρια σχεδόν στη μέση, στο χώρισμα μεταξύ του οπίσθιου λεβητοστασίου και του πρόσθιου μηχανοστασίου, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν σχεδόν αμέσως με νερό, αφήνοντας το καταδρομικό χωρίς ισχύ.
Μέσα σε λίγα λεπτά, το York βυθιζόταν με την πρύμνη, απειλώντας να καθήσει στον πυθμένα του λιμανιού. Το βάθος στο σημείο που βρισκόταν έφτανε τα 140 πόδια. Η δυσάρεστη αυτή προοπτική αποφεύχθηκε χάρη σ’ ένα ελληνικό ρυμουλκό και το αντιτορπιλικό Hasty που έσπευσαν και πλεύρισαν το πληγωμένο καταδρομικό. Ο κυβερνήτης του York διέταξε το πλήρωμα να απορρίψει την άγκυρα και ζήτησε από τα δύο πλοία να το σπρώξουν προς τα ρηχά.
Οταν η πρύμνη του York κάθησε στα ρηχά, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν αξιοθρήνητη. Το κατάστρωμα της πρύμνης βρισκόταν κάτω από τη στάθμη του νερού, όλα τα διαμερίσματα είχαν πλημμυρίσει και το πλευρό του είχε μια τεράστια τρύπα που σήμαινε ότι το καταδρομικό ήταν ξοφλημένο.
Μετά την πτώση της Κρήτης, το Μάιο του 1941, οι Γερμανοί βρήκαν το York να έχει μισοανελκυστεί και χρέωσαν την αχρήστευσή του στους αεροπορικούς βομβαρδισμούς της Luftwaffe που είχαν προηγηθεί. Ωστόσο, οι ζημιές που είχε το πλοίο στο κατάστρωμά του, φανέρωναν ότι αυτές προέρχονταν από εκρηκτικά γεμίσματα που έβαλαν οι Βρετανοί όταν εγκατέλειπαν τη Σούδα.
Παρά τα έγγραφα που βρέθηκαν επάνω στο πλοίο, τα οποία φανέρωναν ότι είχε δεχθεί επίθεση στις 26 Μαρτίου, οι Βρετανοί θέλοντας να αποκρύψουν τις απώλειες που είχαν υποστεί από τον Ιταλικό Στόλο καταχώρισαν την απώλεια του York, ως ωφειλόμενη στη δράση της Luftwaffe.