Αδιαμφισβήτητα η πιο αναμενόμενη ταινία από την ημέρα που ανακοινώθηκε ήταν είναι και θα είναι η συνέχεια του Σκαθαροζούμη. Ο Τιμ Μπάρτον μετά από δύο κακοποιητικές συνεργασίες όπως τις χαρακτήρισε ο ίδιος στο φεστιβάλ της Ρώμης με το στούντιο της Disney, επιστρέφει στη Warner και αποκτά εκ νέου όλες τις δημιουργικές ελευθερίες που είχε ανάγκη. Ο Σκαθαροζούμης όμως για εκείνον είχε και ένα ακόμα μεγάλο κέρδος: γνώρισε την τωρινή σχέση του, τη Μόνικα Μπελούτσι.
«Σκαθαροζούμης-Σκαθαροζούμης»
O «Σκαθαροζούμης» νεκρανασταίνεται για να σε πεθάνει στη νοσταλγία. Με νέους κακούς (που σε στιγμές είναι καλύτεροι και από τους «καλούς»), διαφορετικά μήκη κύματος των υποκριτικών σχολών και γενεών του κεντρικού γυναικείου καστ, ευρηματικό χιούμορ και στιγμές δημιουργικής σκηνοθετικής σύνθεσης, μια ωραία ένθετη μικρού μήκους φόρο τιμής στον Μπάβα το φωτογραφικό άλμπουμ με τις αναμνήσεις αλλά και κάποια easter eggs, πάμπολλες κρυπτοαναφορές, η αξιόλογη επιστροφή ενός ξεχασμένου ήρωα από έναν αγέραστο Μάικλ Κίτον επιτρέπει στον Τιμ Μπέρτον να ανακτά μέρος της χαμένης του εκρηκτικής φαντασίας (που δείχνει να κέρδισε το στοίχημα διεκδίκησης του final cut). Η σκηνή γάμου είναι ανθολογίας. Χωρίς να έχει πραγματική αγωνία και μυστήριο (όπως στο πρώτο μέρος) ή να διαφαίνεται η καθαρή σύμβαση του «οι ζωντανοί είναι κακοί / οι νεκροί πονεμένοι-θυμωμένοι και θέλουν να ζήσουν», καταφέρνει να διασκεδάζει τους φαν του πρώτου μέρους και να συστήνεται έντιμα στο νεότερο κοινό. Η δημιουργική και κατασκευαστική ευστροφία δίνει ένα extra bonus στο αποτέλεσμα καθώς τα ψηφιακά εφέ είναι περιορισμένα.
Η μακέτα που έφερνε πάλι στη ζωή τον σκανδαλιάρη χωρατατζή του κάτω κόσμου, θα αποκαλυφθεί εκ νέου από την κόρη του τελευταίου του έρωτα, της Λίντια που έκανε πως και τι για να επιστρέψει στην κανονική ζωή. Παράλληλα η απομακρυσμένη κόρη της, φανερά ντροπιασμένη με την τηλεοπτική καριέρα της μάνας που κατά τη γνώμη της καπηλεύεται τον κόσμο των πνευμάτων, θα ερωτευτεί ένα νέο με άγνωστο παρελθόν. Όλα αυτά ενώ για τον Σκαθαροζούμη είναι «ζήτημα θανάτου και θανάτου» να παντρευτεί πριν τον βρει η πρώτη γυναίκα του στον κάτω κόσμο και του πάρει εκ νέου την ψυχή. Πόσοι λοιπόν είστε έτοιμοι να πάρετε το τραίνο της soul (ψυχής) με afro διάθεση;
Strange Darling
Αν κάτι μειώνει την επιθετική, κατακερματισμένη σε ενότητες που δεν εμφανίζονται με τη χρονολογική τους σειρά, αφήγηση του “Strange Darling”, είναι η ανάγκη του σεναριογράφου/σκηνοθέτη να κοκορευτεί στο ευρύ κοινό για τον τρόπο που επιμελώς «κρύβει την έκπληξη», που εσκεμμένα διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε τα πεπραγμένα στους τίτλους αρχής να αποσυντονίζουν τον θεατή και τα γεγονότα. Εκεί όντως βρίσκεται η γοητεία της ταινίας καθώς τα κεφάλαια αυτού του αμερικανοποιημένου “Dogville” (αφήγηση σε «λογοτεχνικά» κεφάλαια) με την αισθητική των ταινιών «Άγρια Μέρα» και «Βιασμός στο Τελευταίο Σπίτι Αριστερά» (με όρους ’70 Αμερικανικής Επαρχίας), υπό των σεναριακών τεχνασμάτων του “Pulp Fiction” (αποχρονολογημένες δράσεις) συνθέτουν (ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος) ένα εξαίσια κινηματογραφημένο θρίλερ συνταγής από τα κιτάπια των σπουδαίων του είδους (Ντάριο Αρτζέντο, Γουες Κρέιβεν, Τόμπι Χούπερ, Τζον Κάρπεντερ κλπ). Όλα αυτά με κεντρική ηρωίδα μια ανατρεπτική Μπλανς Ντιμπουά που πάντα εναποθέτει τις ελπίδες της «στην καλοσύνη των αγνώστων». Με όρους μάρκετινγκ, μπορούμε να πούμε ότι είναι το δεύτερο “Longlegs” του καλοκαιριού. Με όρους αντικειμενικού κριτή όμως λέμε ότι είναι η δουλειά ενός ευφυούς μαθητή που (του αξίζει η επιβράβευση αν και) κοκορεύεται για την πρωτοτυπία του.
Για την αποφυγή σπόιλερ, η σύνοψη έχει υποστεί αλλοιώσεις: Κυνηγημένη από αρχικά άγνωστο στους επαρχιακούς δρόμους και τα δάση, καταλήγει σε επαρχιακό σπίτι καταστροφολόγων προσπαθώντας να επιβιώσει. Τα πράγματα όμως δεν πάνε ούτε εκεί καλά όσο ο άγνωστος άνδρας πλησιάζει και οι αποκαλύψεις γίνονται καταιγιστικές.
Ο Κόμης Μόντε Κρίστο
Η πλεκτάνη που έστησε ο φίλος του για να κερδίσει το χέρι της παρ’ ολίγον γυναίκας του, θα τον στείλει σε μια φυλακή που δείχνει αδύνατο να δραπετεύσει. Η δύναμη της αγάπης, η τέχνη της υπομονής και η στόχευση της επιβίωσης όμως είναι ισχυρότερες από το χειρότερο λαγούμι του κόσμου.
Μια ασταμάτητη σειρά ακολουθίας πόνου, δυστυχίας και κακοτοπιών γιγαντώνει το αίσθημα και την ανάγκη δικαιοσύνης στο τέλος στη ζωή του Έντμοντ Ντάντες. Υπό αυτή την οπτική, η ιστορία του Κόμη Μόντε Κρίστο έχει ικανοποιητική αναθεώρηση· υπό το πρίσμα της διασκευής βιβλίου, η καταστροφή είναι σχεδόν βιβλική, αν περιμένεις κάτι διαφορετικό από αυτό που σου προσφέρεται. Εσκεμμένα η ταινία θυμίζει περισσότερο την «Τελευταία Έξοδο: Ρίτα Χέιγουορθ» παρά το εμβληματικό έργο του Δουμά. Ο δε κεντρικός χαρακτήρας, θυμίζει περισσότερο τον «Μπάτμαν» παρά τον Έντμοντ Ντάντες που αποφεύγει να φλερτάρει με την τραγωδία αλλά αντιμετωπίζει τις συνέπειές της. Ξεχωρίζει ο Pierfrancesco Favino στο ρόλο του Abbé Faria.
Υπόθεση Γκολντμαν
Ξεπεράστε την δύσκολη εισαγωγή στο θέμα (τα πρώτα 20 λεπτά έχουν αργό ρυθμό αλλά με στόχευση την κορύφωση) και δείτε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της καλοκαιρινής σαιζόν (κατά προτίμηση αν δεν γνωρίζετε την υπόθεση, αποφύγετε να διαβάσετε πριν την προβολή). Η «Υπόθεση Γκολντμαν» είναι ένα δικαστικό δράμα που καταφέρνει με την ηλεκτρισμένη δραματοποίηση, το σεναριακό «πλέξιμο» του αριστερού διανοούμενου με το υπέροχο ρητορικό χάρισμα, το εύρυθμο συμβατό με την αφήγηση μοντάζ και τις εκρηκτικές ερμηνείες (ιδιαίτερα αυτή του Αριέ Γουορτχάλτερ) κάνουν αδύνατο να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από την οθόνη.
Κατηγορείται για δύο φόνους που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν έπραξε. Υπερασπιζόμενος με υπερβολική αυτοπεποίθηση την αθωότητά του, χρησιμοποιώντας με άνεση τη ρητορική πληθωρικότητα του, υποβοηθά την ίντριγκα να συγχίσει την έννομη τάξη αλλά και να προκαλέσει δημιουργικό χάος στο κοινό. Όλα αυτά με έναν κεντρικό ήρωα που τόσο άνετα εκθέτει τις προκαταλήψεις των αντίδικων στη διαδικασία.
Μικρή Ιστορία για έναν Έρωτα
Ο νεαρός εξ ανάγκης βουαγιεριστής Τόμεκ, ερωτεύεται το αντικείμενο της παρακολούθησής του την κατά αρκετά χρόνια μεγαλύτερη του γειτόνισσα, τη Μάγκντα. Εφευρίσκοντας διάφορους τρόπους για να την πλησιάσει, παρατηρεί πως ο έρωτας αλλάζει και τον ίδιο.
Η εκτεταμένη έκδοση του 6ου επεισοδίου του «Δεκάλογου», προσομοιάζει κατά ένα ασυνεπή αλλά ποιητικό τρόπο με την ύστερη «Λευκή Ταινία» του ιδίου δημιουργού. Εδώ όμως, η απιστία θα μπορούσε να αγιάζει τα μέσα. Ο Πολωνός σκηνοθέτης καταγράφοντας δυο ψυχές που αναζητούν η μία την άλλη καταρρίπτει την κοινωνική ευκολία της επιβεβλημένης θείας εντολής παρέχοντας της το πλαίσιο να υποστηρίξει τον αντίλογό της.
Cure
Χωρίς να εκμεταλλεύεται (ευτυχώς) το παράδοξο της σεναριακής σύμβασης (δηλαδή ότι υπάρχει ένα επιδημικό κύμα δολοφονιών με κοινά χαρακτηριστικά), ο Κιγιόσι Κουροσάβα σκηνοθετεί ένα θρίλερ που θα ζήλευε μέχρι και ο Φίντσερ.
Χωρίς λογική συνάφεια και σειρά, μια σειρά φόνων που διαπράττεται από αγνώστους μεταξύ τους, φέρει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: οι δολοφόνοι δεν θυμούνται τις πράξεις τους. Ένας μόνο εξ’ αυτών μοιάζει να έχει ελάχιστη μνήμη που ίσως βοηθήσει στην εξιχνίαση ή την κατανόηση όσων έχουν προηγηθεί.
Το Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης
Τόσα χρόνιά μετά την πρεμιέρα της, «Οι Ιππότες της Ελεεινής Τραπέζης» είναι σα να βλέπεις μια παραστατική δράση φτιαγμένη από μεθυσμένους ανήλικους μπόμπιρες, με τη στιβαρή δραματουργία αλά Μπέργκμαν, ερμηνευμένη από πέντε κωμικούς Πήτερ Σέλερς ταυτόχρονα.
Η ομάδα των Μόντι Πάιθον στη δεύτερη ταινία τους (και πρώτη χωρίς σκετς) μοιράζονται με το κοινό μια διαθλασμένη όψη από τις περιπέτειες του βασιλιά Αρθούρου με τους Ιππότες του στην αναζήτησή τους για το Άγιο Δισκοπότηρο. Με ρυθμικό βάδην πάνω ανύπαρκτα άλογα υπό τους ήχους καλπασμού «καρύδας», αποφεύγοντας να πουν την απαγορευμένη λέξη «νι», σε συνέχεια επίθεσης με πτώση αγελάδων από τις κορυφές απόρθητων κάστρων, θυμίζουν ότι η ιστορία ξαναγράφεται ουσιαστικά μόνο αν αποδυθεί τελείως τον ηρωισμό, τα σύμβολα και τα οράματά της. Έτσι το κοινό, απολαμβάνοντας μια σπαρταριστή κωμωδία, στην πραγματικότητα παίρνει ένα σαρωτικό μάθημα των δεινών που προσφέρει η στείρα αποτύπωση της όποιας πραγματικότητας.
*Επίσης προβάλλεται η «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου σε αποκατεστημένες ψηφιακές κόπιες.