Το άρθρο αναφέρεται στην αιματηρή σφαγή που διέπραξε ο Τζέιμς Ρούπερτ το Πάσχα του 1975, όταν εκτέλεσε 11 μέλη της οικογένειάς του μέσα σε μόλις 5 λεπτά. Μετά από μια σειρά προσωπικών και οικογενειακών προβλημάτων, ο Ρούπερτ πυροβόλησε τους ενήλικες και τα οκτώ ανίψια του, χρησιμοποιώντας διάφορα όπλα.
Η σφαγή συγκλόνισε την τοπική κοινωνία και προκάλεσε νομικές προκλήσεις, καθώς η υπόθεση του Ρούπερτ εξετάστηκε σε πολλαπλές δίκες, όπου τελικά κρίθηκε ένοχος για δύο από τους φόνους και αθώος λόγω παράνοιας για τους υπόλοιπους. Ο Ρούπερτ παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον θάνατό του, ενώ η οικογένεια των θυμάτων υπέστη σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις από το τραγικό αυτό γεγονός.
Πιο αναλυτικά
Ο Τζέιμς Ρούπερτ έμεινε στην ιστορία καθώς το Πάσχα του 1975 εκτέλεσε εν ψυχρώ 11 μέλη της οικογένειάς του.
Συγκεκριμένα σκότωσε την μητέρα του, τον αδερφό του, τη γυναίκα του και τα 8 παιδιά τους (ηλικίας από 4 έως 17 ετών).
Η σφαγή που διέπραξε, συγκλόνισε την πόλη Χάμιλτον και αποτέλεσε πρόκληση για το νομικό σύστημα των ΗΠΑ.
Ο Ρούπερτ ζούσε με τη μητέρα του, Τσάριτι Ρούπερτ, στην Minor Avenue. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, έπινε πολύ και ήταν άνεργος.
Εκείνο το Πάσχα, ο αδερφός του Λέοναρντ Ρούπερτ Τζούνιορ, η σύζυγός του Άλμα και τα οκτώ τους παιδιά επισκέφθηκαν το σπίτι για να γιορτάσουν όλοι μαζί οικογενειακά.
Ο Ρούπερτ αργότερα είπε σε ψυχίατρο πως κοιμόταν όλη την ημέρα και το απόγευμα αποφάσισε να πάει σε σκοπευτήριο. Καθώς έφευγε, ο αδερφός του τον ρώτησε για το αυτοκίνητό του.
«Πώς πάει το Volkswagen;» ήταν η ερώτηση.
Ο Ρούπερτ εξέλαβε την ερώτηση ως προσβολή – ως κριτική από τον επιτυχημένο μηχανικό της General Electric. Άλλωστε οι δυο τους είχαν προϊστορία…
Η μητέρα του, Τσάριτι, τον αποκαλούσε συχνά «λάθος», επειδή ήθελε μια κόρη. Ο πατέρας του, ήταν ένας βίαιος άνθρωπος και όταν πέθανε ο «άντρας του σπιτιού» έγινε ο μεγαλύτερος γιος, ο Λέοναρντ Τζούνιορ, 14 ετών. Ο Ρούπερτ ήταν 12. Λέγεται ακόμα ότι στα 16 του χρόνια, ο Τζέιμς ήταν τόσο δυστυχισμένος στο σπίτι που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κρεμασμένος με ένα σεντόνι.
Ο Λέοναρντ παντρεύτηκε μια από τις λίγες φίλες που είχε ποτέ ο Τζέιμς στο σχολείο, με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά.
Ο Λέοναρντ είχε μια σπουδαία δουλειά στην General Electric, ενώ ο Τζέιμς, στα 40 του, ήταν άνεργος και ζούσε ακόμα με την μητέρα του η οποία ήταν απογοητευμένη με την ανικανότητά του να μείνει σε μια δουλειά και τη συνεχή κατανάλωση αλκοόλ. Απείλησε να του κάνει έξωση. Το μυαλό του γύρισε. Η απειλή φαίνεται ότι τον οδήγησε στα άκρα…
Το μοιραίο Πάσχα του 1975
Ο Ρούπερτ πυροβόλησε 44 φορές και 40 από τις σφαίρες βρήκαν στόχο. Σκότωσε 11 συγγενείς του – τη μητέρα του, τον αδερφό του, τη νύφη του και τα οκτώ ανίψια του.
Τα σώματα των παιδιών βρέθηκαν διασκορπισμένα στα δύο πρώτα δωμάτια του σπιτιού: Τζον Ρούπερτ (4 ετών), Τερέζα (9 ετών), Ντέιβιντ (11 ετών), Αν (12 ετών), Κάρολ (13 ετών), Τόμας (15 ετών), Μάικλ (16 ετών) και Λέοναρντ ΙΙΙ (17 ετών). Όλα έγιναν σε 5 λεπτά. Πρώτα σκότωσε τους ενήλικες και ακολούθησαν τα ανίψια του.
Χρησιμοποίησε τρία περίστροφα και ένα τουφέκι. Η αστυνομία ανέφερε πως το μόνο σημάδι πάλης ήταν ένα αναποδογυρισμένο καλάθι απορριμμάτων.
Σύμφωνα με ψυχίατρο, ο Ρούπερτ ξάπλωσε στον καναπέ για δύο ώρες μετά τη σφαγή, σκεπτόμενος αν θα αυτοκτονήσει, αλλά θεώρησε ότι θα ήταν… θανάσιμο αμάρτημα. Αντί γι’ αυτό, κάλεσε την αστυνομία.
Από τη μέρα της σύλληψής του, ο Ρούπερτ ήταν συνεχώς κρατούμενος ή φυλακισμένος. Ήταν τότε 40 ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα Allen-Oakwood στη Λίμα, όπου εξέτιε δύο διαδοχικές ποινές ισόβιας κάθειρξης. Του είχε αρνηθεί επανειλημμένα η αποφυλάκιση υπό όρους.
Η υπόθεσή του διήρκεσε επτά χρόνια στα δικαστήρια. Στην πρώτη δίκη, ο Ρούπερτ παραδέχτηκε την ενοχή του αλλά δήλωσε αθώος λόγω παράνοιας.
Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι το κίνητρο ήταν τα χρήματα – η περιουσία της μητέρας και του αδερφού του υπολογίζονταν στα 300.000 δολάρια. Η υπεράσπισή του υποστήριξε ότι ο Ρούπερτ είχε υποστεί σωματική και ψυχολογική κακοποίηση από τον μεγαλύτερο αδερφό του μετά τον θάνατο του πατέρα τους.
Δύο ψυχίατροι κατέθεσαν ότι έπασχε από παρανοϊκή ψύχωση και διωκτικές ψευδαισθήσεις. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, δεν μπορούσε να ελέγξει τις πράξεις του.
«Αν υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στο σπίτι εκείνη την ημέρα, ίσως τους είχε σκοτώσει κι αυτούς», είπε ο ψυχίατρος του Χάρβαρντ, Δρ. Λέστερ Γκρίνσπουν.
Ο Ρούπερτ επέλεξε να δικαστεί από τριμελές δικαστικό συμβούλιο και όχι από ένορκους. Δύο από τους δικαστές τον έκριναν ένοχο, ενώ ο τρίτος τον έκρινε παράφρονα. Καταδικάστηκε 11 φορές ισόβια.
Το 1975, οι ΗΠΑ βρισκόταν στη μέση ενός 10ετούς μορατόριουμ για τη θανατική ποινή.
Το 1977 και το 1978, το Ανώτατο Δικαστήριο του Οχάιο αποφάσισε ότι το δικαστικό συμβούλιο είχε σφάλει και ορίστηκε νέα δίκη το 1980.
Η νέα δίκη μεταφέρθηκε στην κομητεία Χάνκοκ αλλά καθυστέρησε για ακόμα δύο χρόνια λόγω προσφυγής περί διπλής δίωξης. Το 1982, αποφασίστηκε ότι μπορούσε να δικαστεί ξανά και ξεκίνησε η νέα δίκη.
Αυτή τη φορά επέλεξε να δικαστεί από ενόρκους. Η δίκη διήρκεσε δύο εβδομάδες. Ο Ρούπερτ κρίθηκε ένοχος για τους φόνους της μητέρας και του αδερφού του και αθώος λόγω παράνοιας για τα υπόλοιπα. Καταδικάστηκε σε δύο φορές ισόβια.
Η μητέρα της Άλμα Ρούπερτ, Έντα Άλγκεϊερ, δήλωσε την ημέρα της καταδίκης:
«Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα ήθελα να τον σταυρώσω σαν τον Χριστό και να τον κόβω κομματάκι-κομματάκι… να αιμορραγήσει αργά», είπε.
Κατηγόρησε τον Ρούπερτ για 13 θανάτους και όχι 11. Τρία χρόνια μετά τη σφαγή, ο άνδρας της αυτοκτόνησε ανήμερα Πάσχα. Κατά τη διάρκεια της δίκης του 1982, ένας ένορκος υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε.
«Αυτές οι εικόνες τον λύγισαν», είπε.
Πίστευε ότι ο Ρούπερτ ζήλευε τον αδερφό του που παντρεύτηκε την Άλμα – ήταν φίλοι στο λύκειο. Η Άλμα ήταν η μόνη που πυροβολήθηκε μία φορά, κατευθείαν στην καρδιά.
Η Άλγκεϊερ πέθανε το 2004, στα 92 της. Στην αγγελία θανάτου της αναφερόταν: «Αφήνει πίσω της 16 εγγόνια και 13 δισέγγονα… Είχε προηγηθεί ο θάνατος των 8 εγγονιών της».
Ο Τζέιμς Ρούπερτ πέθανε σε ηλικία 88 ετών στη φυλακή.