Σε μια αιματηρή επίθεση τζιχαντιστών στο βόρειο Μπενίν, 54 στρατιώτες σκοτώθηκαν, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση, αναθεωρώντας προηγούμενο απολογισμό που έκανε λόγο για μόνο 8 νεκρούς.
Η επίθεση, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου, στόχευσε δύο στρατιωτικές θέσεις στην περιοχή κοντά στους καταρράκτες του Κουντού, όπου η ισλαμιστική οργάνωση ΟΥΙΜ, που συνδέεται με την Αλ Κάιντα, ανέλαβε την ευθύνη.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος εξέφρασε τη θλίψη του για τις απώλειες και την απογοήτευσή του για την έλλειψη συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες, Νίγηρα και Μπουρκίνα Φάσο, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας.
Πιο αναλυτικά
Βαρύ το τίμημα για τις ένοπλες δυνάμεις του Μπενίν, έπειτα από επίθεση τζιχαντιστών την περασμένη εβδομάδα στο βόρειο τμήμα της χώρας. Σύμφωνα με νέο επίσημο απολογισμό, τον οποίο ανακοίνωσε η κυβέρνηση την Τετάρτη, 54 στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, σε μία από τις πλέον πολύνεκρες επιθέσεις που έχουν σημειωθεί στην περιοχή, όπου η παρουσία ισλαμιστικών οργανώσεων γίνεται ολοένα και εντονότερη.
Η επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου και είχε στόχο δύο στρατιωτικές θέσεις κοντά στους καταρράκτες του Κουντού, στο εθνικό πάρκο W, πρώην τουριστικό προορισμό που βρίσκεται στα τριεθνή σύνορα του Μπενίν, του Νίγηρα και της Μπουρκίνα Φάσο. Οι συγκεκριμένες μονάδες συμμετείχαν στην αντιτρομοκρατική επιχείρηση «Μιραδόρ».
Την ευθύνη για την αιματηρή ενέργεια ανέλαβε η Οργάνωση Υποστήριξης στο Ισλάμ και στους Μουσουλμάνους (ΟΥΙΜ), η οποία ορκίζεται πίστη στην Αλ Κάιντα. Η οργάνωση ανέφερε πως ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στους 70, αριθμός πάντως που δεν επιβεβαιώνεται από τις επίσημες αρχές.
Ο πρώτος κυβερνητικός απολογισμός, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 18 Απριλίου, έκανε λόγο για οκτώ νεκρούς, ωστόσο τα στοιχεία αναθεωρήθηκαν σημαντικά. Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ουιλφρέντ Λεάντρ Χουνγκμπετζί δήλωσε:
«Όλες οι οικογένειες του Μπενίν θρηνούν για κάθε παιδί του που πεθαίνει. Ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για τόσα πολλά», προσθέτοντας ότι ο τελικός απολογισμός ανέρχεται στους 54 νεκρούς στρατιώτες.
Ο ίδιος υπογράμμισε: «Παρότι δεν είναι 70 και πλέον, όπως ανακοίνωσε η τζιχαντιστική οργάνωση, είναι πάρα πολλοί (…) Οι πεσόντες στρατιωτικοί είναι παιδιά, γονείς, φίλοι μας».
Σημειώνεται πως τον Ιανουάριο, στην ίδια περιοχή, 28 στρατιώτες είχαν σκοτωθεί, επίσης σε επίθεση που ανέλαβε η ΟΥΙΜ.
Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης εξέφρασε, επιπλέον, τη δυσαρέσκεια της χώρας του για την έλλειψη συνεργασίας από τις κυβερνήσεις του Νίγηρα και της Μπουρκίνα Φάσο, χωρίς να τις κατονομάσει ευθέως. Και στις δύο γειτονικές χώρες δρουν ισλαμιστικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν δηλώσει πίστη είτε στην Αλ Κάιντα είτε στο Ισλαμικό Κράτος.
Ο Χουνγκμπετζί σημείωσε χαρακτηριστικά: «Η επίθεση της 17ης Απριλίου έγινε πάνω στη συνοριακή γραμμή. Μπορείτε να κατανοήσετε πως αν στην άλλη πλευρά των συνόρων υπήρχε δύναμη τουλάχιστον όπως η δική μας, αυτές οι επιθέσεις δεν θα είχαν γίνει με αυτόν τον τρόπο ή δεν θα είχαν γίνει καν».
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, ο εκπρόσωπος υπογράμμισε: «Δεν θα υποχωρήσουμε. Έχουμε την πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα θα νικήσουμε αυτούς τους εγκληματίες».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Μπενίν Πατρίς Ταλόν, τον περασμένο Μάρτιο, εξέφρασε την απογοήτευσή του για τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων της χώρας του με τον Νίγηρα και τη Μπουρκίνα Φάσο, κάνοντας λόγο για απουσία συντονισμένης συνεργασίας στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Ο Νίγηρας και η Μπουρκίνα Φάσο, υπό στρατιωτικές χούντες, έχουν απομακρυνθεί από τη Δύση και κατηγορούν το Μπενίν ότι φιλοξενεί ξένες στρατιωτικές βάσεις και υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα – ισχυρισμούς που το Κοτονού απορρίπτει κατηγορηματικά.
Υπενθυμίζεται πως από τον Ιανουάριο του 2022, η κυβέρνηση του Μπενίν είχε αποστείλει 3.000 στρατιώτες στα σύνορα, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Μιραδόρ», ενισχύοντας αργότερα τη δύναμη αυτή με ακόμη 5.000 άνδρες.