- Ο Θουκυδίδης αναδεικνύει τις διαχρονικές ανθρώπινες συμπεριφορές που αντικατοπτρίζουν τη στάση του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία, ιδιαίτερα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
- Παρά τις προκλήσεις από την Τουρκία, η Ελλάδα δεν έχει ενισχύσει αρκετά την αποτρεπτική της ικανότητα και έχει χάσει ευκαιρίες λόγω εσωτερικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων.
- Απαιτείται μια μακροχρόνια εθνική στρατηγική που να περιλαμβάνει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και τολμηρές διπλωματικές πρωτοβουλίες για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων και την ειρηνική σταθερότητα στην περιοχή.
Του Δημήτρη Γαρούφα*
«Οι άνθρωποι συνηθίζουν να εμπιστεύονται εις την απερίσκεπτον ελπίδα εκείνο που επιθυμούν και να αποκρούουν δι’ αυθαιρέτου συλλογισμού εκείνο που αποστέργουν».
Θουκυδίδης (μετφρ. Ε. Βενιζέλου)
Ο Θουκυδίδης από τα βάθη της Ιστορίας μάς υπενθυμίζει κάποιες διαχρονικές αρχές που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, που δυστυχώς αποδίδουν πλήρως τη συμπεριφορά του πολιτικού μας κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 1973-1974, όταν ανακοινώθηκε η ύπαρξη πετρελαίων στο Αιγαίο, άρχισε μια προκλητικά επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντί μας, που κορυφώθηκε με την υλοποίηση του σχεδίου «Αττίλας 1» στις 20 Ιουλίου του 1974 με εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, όπου κατέλαβαν έκταση περίπου 4%-6% του νησιού, και την υλοποίηση του σχεδίου «Αττίλας 2» στις 14/8/1974, με επέκταση του κατεχόμενου εδάφους περίπου στο 35% του νησιού. Η Ελλάδα, όταν υλοποιούνταν τα τουρκικά σχέδια, δεν στήριξε ουσιαστικά την Κύπρο, απαντώντας ότι η «η Κύπρος κείται μακράν», ίσως λόγω πιέσεων των ΗΠΑ ή ίσως λόγω αδυναμίας να βοηθήσει εκείνη την περίοδο. Μετά την τουρκική εισβολή υπήρξαν πολλά ψηφίσματα του ΟΗΕ, του Συμβουλίου Ασφαλείας και άλλων διεθνών οργανισμών καταδίκης της τουρκικής εισβολής, αλλά εμείς μείναμε με τα ψηφίσματα στο χέρι γιατί τα τετελεσμένα γεγονότα δεν διορθώθηκαν.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, με το δεδομένο ότι έχουμε εξ ανατολών «κακό γείτονα», θα περίμενε κάποιος ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας έναντι της Τουρκίας με ισχυρές συμμαχίες, τολμηρές διπλωματικές πρωτοβουλίες και πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις, με στόχο να λειτουργεί η χώρα μας ως διαχρονικός παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, υπερασπίζοντας ταυτόχρονα αποτελεσματικά και προληπτικά την εθνική ανεξαρτησία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Έγιναν προσπάθειες, αλλά μπορούσαν να γίνουν περισσότερα. Ενδεικτικά επισημαίνω πολλαπλή φορά ότι με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού της χώρας δεν αξιοποιήθηκε η ιστορική ευκαιρία που δημιούργησαν για τη χώρα μας οι μετά το 1989 γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και μάλιστα λόγω της δεινής οικονομικής κρίσης και της παρακμής στην οποία οδηγήθηκε η χώρα μετά το 2010 εγκαταλείψαμε ακόμα και τα οικονομικά ερείσματα που είχαν δημιουργηθεί στις γειτονικές βαλκανικές χώρες (οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις γειτονικές βαλκανικές χώρες έχουν εκποιηθεί με εντολή των δανειστών) και δυστυχώς για εμάς το κενό που αφήνουμε το καλύπτει επιμελώς η Τουρκία αποκτώντας επιρροή και στα Βαλκάνια, και μάλλον σε αυτή την επιρροή οφείλονται κάποιες εχθρικές προς τη χώρα μας ενέργειες της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας.
Εμείς λόγω κυρίως της μετά το 2010 οικονομικής κρίσης βιώνουμε πολύπλευρη κρίση, αλλά ο εξ ανατολών γείτονας αυτά τα χρόνια απέκτησε δική του πολεμική βιομηχανία και μέχρι το 2018 είχε θεαματική άνθηση της οικονομίας και προκλητικά προβάλλει στόχους που θίγουν κυριαρχικά μας δικαιώματα. Συζητά μαζί μας χωρίς να υποχωρεί σε αυτά που στοχεύει, κι έτσι, ενώ συζητά με τη χώρα μας, ταυτόχρονα διδάσκει στα σχολεία το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», διεκδικώντας ουσιαστικά να μοιράσουμε το Αιγαίο.
Όλα αυτά δείχνουν ότι μάλλον «εμπιστευθήκαμε στην απερίσκεπτη ελπίδα αυτό που θέλαμε και αποκλείσαμε με αυθαίρετο συλλογισμό αυτό που δεν θέλαμε».
Το ερώτημα είναι τι κάνουμε τώρα. Καλές οι συζητήσεις με την Τουρκία, αλλά δεν θα λυθεί το πρόβλημα, γιατί η Τουρκία δεν εγκαταλείπει τους στόχους της στον βαθμό που μας αφορούν. Από την πλευρά μας απαιτείται όραμα και χάραξη μακρόχρονης εθνικής στρατηγικής με στόχο διασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή αλλά και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Θα απαιτηθούν: ισχυρή αποτρεπτική ισχύς με ισχυρή οικονομία, ισχυρές ένοπλες δυνάμεις αλλά και τολμηρές διπλωματικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Αδήριτη ανάγκη επιβάλλει στα χρόνια που θα ακολουθήσουν όλοι μας, και κυρίως οι ηγέτες μας, όπως έλεγε ο ποιητής «Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα».
*Δικηγόρος, πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης