- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς το Δημόσιο ανέρχονται σε 108,5 δισ. ευρώ, με το 50% των οφειλετών να χρωστά έως 500 ευρώ, ενώ 9.612 άτομα έχουν χρέη άνω του 1 εκατ. ευρώ.
- Ο ΦΠΑ και οι φόροι εισοδήματος είναι οι κύριες πηγές νέων οφειλών, με το 64% των νέων χρεών να προέρχεται από αυτές τις κατηγορίες.
- Το 61,5% των συνολικών οφειλών προέρχεται από νομικά πρόσωπα, ενώ οι οφειλές των φυσικών προσώπων αγγίζουν τα 41,8 δισ. ευρώ, με τα χαμηλά ποσά οφειλής (έως 10.000 ευρώ) να συγκεντρώνουν το 90,5% των οφειλετών.
Οι λίγοι χρωστάνε τα πολλά και οι πολλοί τα λίγα όσον αφορά στις ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο, οι οποίες αυξάνονται σταθερά με αποτέλεσμα να «φουσκώσουν» κατά 2,4 δισεκ. ευρώ μέσα σε ένα χρόνο.
Έφθασαν τα 108,5 δισεκ. ευρώ στο τέλος του περασμένου Οκτωβρίου, με περίπου το 50% των 3.926.439 οφειλετών να χρωστούν έως 500 ευρώ και συνολικά 299 εκατ. ευρώ. Ενώ, μόλις 9.612 ΑΦΜ έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη άνω του 1 εκατ. ευρώ και συνολικά οφείλουν 82,988 δισεκ. ευρώ.
Αίσθηση προκαλεί και το στοιχείο που δείχνει ότι από το σύνολο των θεωρητικά εισπράξιμων χρεών (82,2 δισεκ. ευρώ) μόλις τα 3,6 δισεκ. ευρώ βρίσκονται σε ρύθμιση, δηλαδή το 4,4%.
- Από το σύνολο των 108,5 δισεκ. ευρώ, τα 26,3 δισεκ. ευρώ θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης. Τουτέστιν, έχουν χαθεί οριστικά και αμετάκλητα.
Αποκαλυπτικά για το «χάρτη» του ιδιωτικού χρέους στην Ελλάδα είναι τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), εκ των οποίων προκύπτει ότι:
- ΦΠΑ και φόροι εισοδήματος αποτελούν τις βασικότερες πηγές διεύρυνσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων, ενώ το 30% του συνολικού χρέους αφορά σε πρόστιμα τα οποία εμφανίζουν και τα χαμηλότερα ποσοστά εισπραξιμότητας.
- Το 64% των νέων οφειλών (6,7 δισεκ. ευρώ) που δημιουργήθηκε στο εννεάμηνο τρέχοντος έτους, προέρχεται από δύο κατηγορίες φόρων: τον ΦΠΑ (ύψους 2,5 δισεκ. ευρώ) και τον φόρο εισοδήματος (ύψους 1,7 δισεκ. ευρώ).
Οι φόροι στην περιουσία αποτελούν το 7,3% του νέου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς άγγιξαν τα 448,6 εκατ. ευρώ, ενώ το 14,2% των νέων οφειλών προέρχεται από μη φορολογικές οφειλές. - Στην εφορία χρωστούν 3.926.439 οφειλέτες μειωμένοι κατά 86.699 πρόσωπα σε σχέση με ένα χρόνο πριν.
Η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι μειώθηκαν κατά 112.459 τα πρόσωπα που οφείλουν έως 500 ευρώ. - Αντιθέτως, αύξηση του αριθμού των οφειλετών καταγράφεται σε υψηλότερες οφειλές, με την μεγαλύτερη κατά 17.816 πρόσωπα να εντοπίζεται στην κατηγορία μεταξύ 10.000 και 100.000 ευρώ.
Η μεγαλύτερη αύξηση εντοπίζεται σε οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ κατά 990 εκατ. ευρώ, ενώ μείωση κατά 583,8 εκατ. ευρώ καταγράφουν οι οφειλές άνω των 100 εκατ. ευρώ . - Το 90,5% των οφειλετών συγκεντρώνεται στις οφειλές έως 10.000 ευρώ με το συνολικό τους ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο να αγγίζει το 3,6% των συνολικών οφειλών.
- Οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ έχουν το 0,2% των οφειλετών.
- Το 61,5% των οφειλών που αντιστοιχούν στα 66,7 δισ. ευρώ προέρχεται από νομικά πρόσωπα ενώ οι οφειλές των φυσικών προσώπων αποτελούν το 38,5% του συνόλου, αγγίζοντας τα 41,8 δισεκ. ευρώ. Ανά εύρος οφειλής διαπιστώνεται ότι στις χαμηλές κατηγορίες οφειλών το σύνολο σχεδόν του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου προέρχεται από τα φυσικά πρόσωπα. Ενδεικτικό είναι ότι το 98,1% των οφειλών κάτω των 50 ευρώ και το 87,7% των οφειλών κάτω των 10.000 ευρώ πηγάζει από τα φυσικά πρόσωπα. Αντίστοιχα, το πλήθος των φυσικών προσώπων που οφείλουν λιγότερα από 50 ευρώ αντιστοιχεί στο 95,8% των οφειλετών αυτής της κατηγορίας οφειλής, ενώ για οφειλές μικρότερες των 10.000 εκατ. ευρώ το πλήθος των φυσικών προσώπων διαμορφώθηκε στο τέλος του Οκτωβρίου 2024 στα 3.145.751 άτομα, αποτελώντας το 88,5% του συνόλου για το συγκεκριμένο εύρος οφειλή
- Αντιθέτως, όσο αυξάνεται το ύψος των οφειλών ενισχύεται και ο ρόλος των νομικών προσώπων στη διαμόρφωση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Ειδικότερα, στην κατηγορία ληξιπρόθεσμου υπολοίπου άνω του 1 εκατ. ευρώ τα νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στις οφειλές κατά 69,4%, με το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπό τους να αγγίζει στο τέλος του Οκτωβρίου του 2024 τα 57,5 δισεκ. ευρώ.
Αντίστοιχα, το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.906, αποτελώντας το 61,4% του πλήθους των οφειλετών σε αυτό το εύρος οφειλής. - Το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών ρυθμισμένων οφειλών (17,4%) εντοπίζεται στο εύρος 500 με 10.000 ευρώ, ενώ εντός αυτού του εύρους το ποσοστό των ρυθμισμένων οφειλών αγγίζει το 19,4% για ποσά από 2.000 έως 3.000 ευρώ. Ωστόσο, τα ποσοστά διαφέρουν μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων.
Συγκεκριμένα, το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών φυσικών προσώπων εντοπίζεται μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ (17,5%) και αγγίζει το 19,7% για ποσά από 2.000 έως 3.000 ευρώ.
Αντίθετα, τα νομικά πρόσωπα ρυθμίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (23,5%) οφειλές που ανήκουν στο εύρος από 10.000 έως 100.000 ευρώ, ενώ το ποσοστό αυτό φτάνει στο 26,7% στην κατηγορία 10.000 με 20.000 ευρώ. Χαμηλά ποσοστά ρύθμισης οφειλών διαπιστώνονται τόσο σε χαμηλά ποσά οφειλής (ιδιαίτερα κάτω των 500 ευρώ), όσο και σε υψηλά ποσά οφειλής (άνω των 20.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα και άνω των 150.000 ευρώ για νομικά πρόσωπα - Οι οφειλές των φυσικών προσώπων αποτελούν το 38,5% του συνόλου, αγγίζοντας τα 41,8 δισεκ. ευρώ, ενώ οι οφειλές των νομικών προσώπων διαμορφώνονται στα 66,7 δισεκ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 61,5% του συνόλου.
- Το 59,8% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου χρέους, που αντιστοιχεί σε 49,1 δισεκ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές. Τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) με χαμηλά ποσοστά είσπραξης αποτελούν το 29,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, και φτάνουν τα 24,3 δισεκ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κτλ.), αποτελούν το 10,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,7 δισεκ. ευρώ.
- 8,7 δισεκ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές πηγάζουν από αφερέγγυους οφειλέτες και 13,7 δισεκ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας. Έτσι, απομένουν 26,6 δισεκ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων. Με άλλα λόγια το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 32,4% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Ρεπορτάζ: Κώστας Τσάβαλος