- Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν κλιμακώσει τη συμμετοχή τους στον πόλεμο στην Ουκρανία, επιτρέποντας την εκτόξευση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στη Ρωσία, κάτι που αλλάζει τη δυναμική της σύγκρουσης.
- Η απόφαση του Μπάιντεν να επιτρέψει αυτές τις επιθέσεις θεωρείται επικίνδυνη και έχει προκαλέσει αντιδράσεις, με κατηγορίες ότι επιδιώκει να προκαλέσει μια παγκόσμια σύρραξη πριν από την αποχώρησή του.
- Η κίνηση αυτή φαίνεται να στοχεύει στο να διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πριν αναλάβει ο Τραμπ, δημιουργώντας ένα δύσκολο δίλημμα για την επόμενη κυβέρνηση σχετικά με την πολιτική απέναντι στη Ρωσία.
Του Βασίλη Γαλούπη
Όταν προχθές αμερικανικοί πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς έπεσαν μέσα στη Ρωσία, οι ΗΠΑ διέβησαν τον Ρουβίκωνα. Χθες και το Λονδίνο έδωσε εντολή στην Ουκρανία να εκτοξεύσει τους βρετανικούς πυραύλους Storm Shadow στο ρωσικό έδαφος. Η Βρετανία δεν θα το τολμούσε ποτέ, χωρίς την κάλυψη και την πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον. Τώρα θεωρείται θέμα χρόνου να δώσει και η Γαλλία ανάλογο πράσινο φως.
Η Βρετανία μόλις μετατοπίστηκε, από σύμμαχος της Ουκρανίας σε κράτος πλήρως συμμετέχον στον πόλεμο. Το ίδιο θα συμβεί με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα ακολουθήσει τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οκτώ εβδομάδες προτού μετακομίσει στον Λευκό Οίκο ο Τραμπ, το σχοινί έχει τεντωθεί πρώτη φορά σε τέτοιον βαθμό.
Ο Μπάιντεν, που δεν κρίθηκε καν ικανός να κατέβει στις εκλογές ως υποψήφιος των ρεπουμπλικανών, δεν επιλέγει την παραδοσιακή λογική, να τηρήσει σιγήν ιχθύος έως τις 20 Ιανουαρίου και να παραδώσει τη σκυτάλη. Το παιχνίδι που κάνει γίνεται πλέον ανεξέλεγκτο, με παγκόσμια διάσταση.
Για πολύ καιρό η χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς ήταν μια κόκκινη γραμμή, που η Δύση δεν τολμούσε να ξεπεράσει. Τα τωρινά χτυπήματα δεν πρόκειται να αλλάξουν το αποτέλεσμα του πολέμου, αλλά ρίχνουν λάδι στη φωτιά.
Ακόμη και στην Αμερική η απόφαση του Μπάιντεν να επιτρέψει στην Ουκρανία να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις ATACMS βαθιά στο ρωσικό έδαφος θεωρήθηκε «τρελή». Η Μόσχα έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει ότι τέτοιου είδους χτυπήματα θα θεωρηθούν άμεση συμμετοχή των χωρών του ΝΑΤΟ σε επίθεση κατά της Ρωσίας, με όλες τις επακόλουθες συνέπειες.
Σύμφωνα με το επίσημο ρωσικό δόγμα για την πυρηνική αποτροπή: «Μια επίθεση στη Ρωσική Ομοσπονδία από μη πυρηνική χώρα με την υποστήριξη μιας δύναμης που κατέχει αυτό το είδος όπλου θα θεωρείται κοινή επίθεση». Δηλαδή, στην τωρινή περίπτωση η Μόσχα διατηρεί το θεωρητικό δικαίωμα να απαντήσει, ακόμη και με εκτόξευση πυρηνικών κεφαλών.
Οι ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν τον Μπάιντεν ότι επιδιώκει «να πυροδοτήσει τον Γ’ παγκόσμιο πόλεμο» προτού φύγει από το πόστο. Επισήμως, ο Τραμπ δεν έχει τοποθετηθεί, αλλά οι δηλώσεις από τους «αντ’ αυτού» είναι δραματικές. «Η στρατιωτική βιομηχανία φαίνεται να θέλει να διασφαλίσει ότι θα ξεκινήσει ο Γ’ παγκόσμιος, προτού ο πατέρας μου έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει ειρήνη» έγραψε ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ στο X.
Από τη Μόσχα έως τις Βρυξέλλες μία είναι η κοινή πεποίθηση και ας μην εκστομίζεται φωναχτά: Ότι ο Μπάιντεν δεν θα μπορούσε να πάρει μόνος του την απόφαση. Μπορεί να την ενέκρινε, αλλά ένας άνθρωπος που ξεχνάει ακόμα και το πότε πέθανε ο γιος του δεν είναι σε θέση να κινεί τα νήματα απερίσπαστος.
Από την πλευρά των Ευρωπαίων δεν ακούστηκε καμιά διαφωνία για την απόφαση Μπάιντεν να χρησιμοποιηθούν πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς. Το Λονδίνο έσπευσε να κάνει το ίδιο, η Γαλλία λέγεται ότι θα ακολουθήσει, ενώ στη Γερμανία ο Μερτς, που θεωρείται ο επόμενος καγκελάριος, υποστηρίζει την απόφαση Μπάιντεν. «Ο καθένας θα ενεργήσει κατά την κρίση του» δήλωσε ο Μπορέλ, σαν να λέει ότι για τα ευρωπαϊκά κράτη ισχύει ξαφνικά το πυρ κατά βούληση.
Όμως, γιατί ο Μπάιντεν επέτρεψε τώρα τη χρήση των πυραύλων, όταν επί μήνες την αρνιόταν, επειδή θα αποτελούσε επικίνδυνη κλιμάκωση; Η εκδοχή ότι θέλει να καταφέρει καίρια πλήγματα στον ρωσικό στρατό πριν από τις 20 Ιανουαρίου, που θα αναλάβει ο Τραμπ, δεν στέκει. Τον Σεπτέμβριο το Πεντάγωνο είπε ότι το 90% των ρωσικών αεροσκαφών που εκτοξεύουν βόμβες σε ουκρανικές θέσεις είχαν ήδη μετακινηθεί ανατολικά, εκτός εμβέλειας των πυραύλων ATACMS. Ούτε η αιτιολογία περί Βορειοκορεατών στρατιωτών στο ρωσικό έδαφος ακούγεται πειστική.
Ουσιαστικά, η απόφαση Μπάιντεν επιχειρεί να λύσει βασικά προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που προέκυψαν τελευταία:
1. Να «εμπνεύσει» τους συμμάχους τους, κυρίως την Ευρώπη. Η εκλογή Τραμπ έφερε παγωμάρα στη Δύση, που είδε σοκαρισμένη ότι όλη η «ατζέντα Μπάιντεν», από την εντατική παραγωγή όπλων για την Ουκρανία έως ζητήματα «πράσινης» επιχειρηματικότητας ή ταυτοτικής ομοιομορφίας, κινδυνεύει να τραβήξει χειρόφρενο.
2. Να χαρίσει μια «καταναλωτική» ένεση, με ξεστοκάρισμα στη βιομηχανία όπλων. Για παράδειγμα, υπάρχουν πάνω από 1.000 πύραυλοι ATACMS στο οπλοστάσιο της Αμερικής, που σταδιακά αντικαθίστανται με νεότερους και μεγαλύτερου βεληνεκούς.
3. Να τεστάρει την απάντηση της Ρωσίας. Αν δεν είναι συντριπτική, η Δύση θα μπορεί να λέει ότι οι απειλές του Πούτιν είναι τζούφιες.
4. Να προκαταλάβει την προεδρία Τραμπ στο θέμα της Ουκρανίας, φέρνοντας τη νέα κυβέρνηση μπροστά σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό.
Στην πράξη, η στάση Μπάιντεν θέλει να ναρκοθετήσει τυχόν προσπάθεια του Τραμπ να καταλήξει σε συμφωνία με τη Μόσχα. Ο Τραμπ τώρα «κληρονομεί» έναν τελείως διαφορετικό πόλεμο, όπου η άμεση ανάμειξη των ΗΠΑ αυξάνεται επικίνδυνα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρακτικά παγίδευσε σε ένα δίλημμα την επόμενη κυβέρνηση: Μόλις ορκιστεί ο Τραμπ θα ανακαλέσει αμέσως την εξουσιοδότηση για τους πυραύλους; Ή θα τη διατηρήσει, ως διαπραγματευτικό χαρτί με τη Ρωσία; Κάτι που, παρεμπιπτόντως, βολεύει και τον Τραμπ, παρά τη ρητορική του. Αν την ανακαλέσει, τα ΜΜΕ των δημοκρατικών θα αναβιώσουν πάλι τα σενάρια περί συμφωνιών με τον Πούτιν.
Υπέργηρος, αδύναμος και απαξιωμένος ναι, αλλά οι τελευταίες μέρες της προεδρίας Μπάιντεν άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας, που δύσκολα θα κλείσει.