- Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέτυχε να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που του δόθηκαν στη διπλωματική του σχέση με τον νέο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, και δεν προώθησε τις βασικές θέσεις της Ελλάδας.
- Η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αλλάξει την πολιτική ίσων αποστάσεων του ΝΑΤΟ σχετικά με τις διαφωνίες Ελλάδας-Τουρκίας, με συνέπεια να παραμείνει αποκλεισμένο μεγάλο μέρος της εθνικής επικράτειας από τις στρατιωτικές ασκήσεις και χρηματοδοτικά προγράμματα.
- Στην κρίση της Ουκρανίας, ο Μητσοτάκης υπεσχέθη στρατιωτική βοήθεια που δεν τηρήθηκε, προκαλώντας δυσαρέσκεια στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, ενώ δεν αξίωσε λύσεις για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας.
Ο κ. Μητσοτάκης αποτυγχάνει σε πολλούς χειρισμούς του στην κρίση της Ουκρανίας. Γιατί, ενώ αρχικά προέβη σε υπερβολές ως προς την ποσότητα και την ποιότητα της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, σε μεταγενέστερο στάδιο έδωσε πολλές υποσχέσεις προς την ηγεσία της Ατλαντικής Συμμαχίας και τα ισχυρότερα μέλη της, χωρίς να τις τηρήσει
Του Αλέξανδρου Τάρκα*
Με ορθό διπλωματικό σχεδιασμό και άμεση δράση ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε σπεύσει από τους πρώτους -αν όχι πρώτος- να συναντηθεί, τον Δεκέμβριο του 2023, με τον τότε πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, μόλις εκτιμήθηκε ότι θα ήταν ο επικρατέστερος νέος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ.
Όμως, όπως προκύπτει από τις χθεσινές δηλώσεις αμφότερων στο Μέγαρο Μαξίμου και επιβεβαιώνουν έγκυρες πηγές για τα ιδιωτικώς διαμειφθέντα, η ελληνική πλευρά δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει την ιδιαίτερη σχέση με τον κ. Ρούτε. Δεν πέτυχε να προωθήσει κάποια από τις βασικές -διπλωματικές και αμυντικές- θέσεις της. Με την εξαίρεση μιας παρενθετικής αναφοράς στην ανάγκη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών στην περιοχή μας (εστιάζοντας, μάλιστα, στα Δυτικά Βαλκάνια και όχι στην Τουρκία), ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν μετέτρεψε σε χειροπιαστό εθνικό όφελος την περσινή -θετική- πρωτοβουλία του. Οι ευκαιρίες ήταν πολλές, αλλά αποδεικνύονται χαμένες.
Πρώτα απ’ όλα οι αντιρρήσεις της Αθήνας έναντι της πολιτικής ίσων αποστάσεων και της μη ανάμειξης του ΝΑΤΟ στις διαφωνίες Ελλάδας – Τουρκίας (το λεγόμενο «Luns Ruling» που ακολουθείται από το 1984) αγνοήθηκαν από τον κ. Ρούτε. Επομένως, παρατείνεται ο -ήδη επί 40 χρόνια- αποκλεισμός μεγάλου μέρους της εθνικής επικράτειας (νησιά, χωρικά ύδατα και εναέριος χώρος) από τον αμυντικό σχεδιασμό, τις στρατιωτικές και αεροναυτικές ασκήσεις και -κάτι που παραγνωρίζεται πλήρως- από γενναία χρηματοδοτικά προγράμματα της Ατλαντικής Συμμαχίας που θα αύξαναν τις δυνατότητες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Προφανώς, κανένας πρωθυπουργός δεν κατάφερε στο παρελθόν να άρει ή να περιορίσει το «Luns Ruling». Όλοι ελάμβαναν την απάντηση των προκατόχων του κ. Ρούτε, ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, όσο Αθήνα και Άγκυρα βρίσκονται σε διαρκή ένταση. Ωστόσο, στις μέρες μας ο κ. Μητσοτάκης κατακτά μια ιδιαιτερότητα: είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εξαγνίζει τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν με τη συγκεκριμένη μορφή διαλόγου που διεξάγεται (γιατί, κατά τα άλλα, ο διάλογος είναι απόλυτα απαραίτητος), χωρίς να λαμβάνει τίποτα, σε αντάλλαγμα των «ήρεμων νερών», είτε από τη Συμμαχία είτε από την Άγκυρα. Άλλωστε, παρά τις υποκλίσεις του υπουργού Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη ενώπιον του κ. Ερντογάν και τους εναγκαλισμούς με τον ομόλογό του Χ. Φιντάν, η Άγκυρα ασκεί βέτο ακόμα και στη χρηματοδότηση ζωτικών κατασκευαστικών έργων -για το ίδιο το ΝΑΤΟ και για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ- στη βάση της Σούδας. Ούτε ως προς αυτό εξασφάλισε κάτι ο πρωθυπουργός από τον γ.γ. της Συμμαχίας.
Παράλληλα, πέρα από τις αυτονόητες δηλώσεις για το συμμαχικό μέτωπο έναντι της Ρωσίας, ο κ. Μητσοτάκης αποτυγχάνει σε πολλούς χειρισμούς του στην κρίση της Ουκρανίας. Γιατί, ενώ αρχικά προέβη σε υπερβολές ως προς την ποσότητα και την ποιότητα της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, σε μεταγενέστερο στάδιο έδωσε πολλές υποσχέσεις προς την ηγεσία της Ατλαντικής Συμμαχίας και τα ισχυρότερα μέλη της, χωρίς να τις τηρήσει. Στο διπλωματικό παρασκήνιο λέγονται πολλά. Ιδίως για διαβεβαιώσεις προς την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο, την περασμένη άνοιξη, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα χορηγούσε στην Ουκρανία και ορισμένα υλικά από εκείνα που, δημοσίως, αποκλείει κατηγορηματικά. Η, έκτοτε, παραπομπή στις καλένδες έχει δυσαρεστήσει τη λεγόμενη «υπηρεσιακή γραφειοκρατία» στις ΗΠΑ και στη Γερμανία που διαμορφώνει τους βασικούς τομείς πολιτικής, ανεξαρτήτως προέδρων και καγκελαρίων, αντίστοιχα.
Σχετικό με την Ουκρανία είναι και άλλο ένα ζήτημα μεγάλης οικονομικής σημασίας. Ανεξαρτήτως της έκβασης του πολέμου και όποιας ανακωχής ή ειρηνευτικής λύσης, τα μέλη της Συμμαχίας ανέλαβαν κατά τη σύνοδο κορυφής του περασμένου Ιουλίου τη δέσμευση χρηματοδότησης, την περίοδο 2025-2030, του εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων της Ουκρανίας και της διαλειτουργικότητας των συστημάτων τους με τα συμμαχικά. Η συνεισφορά της Ελλάδας εκτιμάται (ανάλογα με τον τελικό τρόπο υπολογισμού της ως προς το ΑΕΠ ή ως προς το συμμαχικό προϋπολογισμό) σε ελαφρώς πάνω από 180.000.000 ευρώ ετησίως ή, σε κάθε περίπτωση, σε τουλάχιστον 900.000.000 συνολικά. Η καθαυτή ονομαστική αξία της συνεισφοράς είναι μεγάλη για τα δεδομένα της εθνικής οικονομίας και, πρακτικά, ακόμα μεγαλύτερη. Γιατί το κονδύλιο αυτό είναι μεγαλύτερο του υπολογιζόμενου για τον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ και ορισμένων ταχέων σκαφών, περίπου ίσο με το αναγκαίο για τα νέα συστήματα πολλαπλών εκτοξευτών (MLRS) και σχεδόν το μισό του κόστους της εξαγγελθείσας αντιαεροπορικής ομπρέλας. Ούτε σε αυτό το κεφάλαιο ο πρωθυπουργός πέτυχε -ή αξίωσε καν- κάποια εύπεπτη λύση από τον κ. Ρούτε.
* Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοσιεύεται στη «δημοκρατία»