- Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διακηρύσσει την πρόθεση της κυβέρνησής του να μειώσει την απόκλιση των μισθών στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε., αλλά τα στοιχεία της Eurostat αποδεικνύουν την αντίθετη πορεία, με τη χώρα να κατατάσσεται τρίτη από το τέλος στους μισθούς το 2023.
- Η πραγματική αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων είναι χαμηλότερη από τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., με την Ελλάδα να κατέχει προτελευταία θέση στην αγοραστική δύναμη το 2023, γεγονός που επιδεινώνει τη θέση των νοικοκυριών.
- Παρά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού για αύξηση του κατώτατου μισθού και οικονομική ανάκαμψη, οι μισθοί στην Ελλάδα αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., προκαλώντας απογοήτευση στους πολίτες που δεν βλέπουν τα οφέλη στην καθημερινότητά τους.
Ο πρωθυπουργός συνεχίζει να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους Ελληνες, παρά την πανηγυρική διάψευσή του από τη Eurostat
Από τον Πάνο Σώκο
Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει θέσει ως στόχο της κυβέρνησής του για την τρέχουσα θητεία -τον οποίο και επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία- τη σύγκλιση των μισθών στην Ελλάδα με εκείνους της Eυρωπαϊκής Ένωσης, η πραγματικότητα τον διαψεύδει. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν πως κάθε χρόνο από την ημέρα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση υπάρχει σημαντική απόκλιση των μισθών από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και συνεχής πτώση της χώρας στη σχετική κατάταξη, ενώ σύγκλιση υπάρχει μόνο με τις αμοιβές των εργαζομένων στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, με αρκετές από τις χώρες αυτές να έχουν καλύτερους μισθούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020, λίγο μετά την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, η Ελλάδα ήταν έκτη από το τέλος στους μισθούς και φέτος, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, είναι τρίτη από το τέλος!
Στην πραγματικότητα, όμως, η θέση των Ελλήνων εργαζομένων είναι ακόμη χειρότερη, αν μετρηθούν οι μισθοί που καταβλήθηκαν με αναγωγή στην αγοραστική δύναμη. Συγκριτικά με τις χώρες της Ε.Ε. των 27, η Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, είναι προτελευταία σε αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη το 2023. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ κατά κεφαλήν σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στις 67 μονάδες έναντι 100 στην Ε.Ε., δηλαδή 33% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με τη Βουλγαρία να είναι η μοναδική χώρα με χαμηλότερη επίδοση, με 64%. Το επίπεδο παρέμεινε αμετάβλητο σε σύγκριση με το 2022.
Αυτή είναι η πραγματικότητα κι ο πρωθυπουργός τη γνωρίζει πολύ καλά. Όμως, επί της ουσίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με πρόφαση την κάθε χρόνο μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού συντηρεί προσδοκίες με «παραμύθια», διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Μόλις την περασμένη Κυριακή ο πρωθυπουργός σε ανάρτησή του υποστήριξε πως «είμαστε στον σωστό δρόμο και με σκληρή δουλειά, υπομονή και επιμονή θα μειώσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τα ευρωπαϊκά εισοδήματα». Το ίδιο που είχε πει και πέρυσι τέτοιον καιρό στην ομιλία του στη Βουλή κατά τη συζήτηση για την κύρωση του Προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2024. Είχε αναφέρει πως αξίζει να αντιμετωπιστεί από όλους ως ένα ορόσημο εθνικής αυτογνωσίας και είχε θέσει ως στόχο της 2ης τετραετίας της κυβέρνησης στο οικονομικό πεδίο την εισοδηματική σύγκλιση, επαναλαμβάνοντας τις δεσμεύσεις για την άνοδο του κατώτατου και του μέσου μισθού. Επίσης στην προεκλογική περίοδο για τις ευρωεκλογές, σε ομιλία σε εργαζομένους στη βιομηχανία μπαχαρικών Ήλιος είπε πως τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κάτι παραπάνω από 26% και υποστήριξε ότι «το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε να συγκλίνουμε μισθολογικά με την Ευρώπη, που είναι και το μεγάλο στοίχημα της δικής μας οικονομικής πολιτικής».
Όμως, παρά τα μεγάλα λόγια, η πορεία είναι αντίστροφη, ενώ το επιχείρημα του πρωθυπουργού για αύξηση 26% είναι παραπλανητικό και για εσωτερική κατανάλωση, γιατί δεν λέει όλη την αλήθεια. Κι αυτό γιατί μπορεί στην Ελλάδα ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης να αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, όμως το ποσοστό ήταν χαμηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και από εκείνες των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης, με αποτέλεσμα η χώρα μας να υποχωρεί ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη και να καταλαμβάνει πλέον την 3η θέση από το τέλος για το έτος 2023, που υπάρχουν στοιχεία.
Συγκεκριμένα, τα επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε πριν από τρεις εβδομάδες η Eurostat ανεβάζουν τις μέσες ετήσιες αποδοχές του εργαζομένου πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα στα 17.013 ευρώ, έναντι 16.407 ευρώ το 2022. Η ποσοστιαία μεταβολή διαμορφώνεται στο 3,69% και αποτελεί μία από τις χειρότερες επιδόσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Συνεχής απόκλιση
Η συνεχής απόκλιση και όχι σύγκλιση της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο έχει ως αποτέλεσμα να μας περάσουν οι χώρες του… άμεσου ανταγωνισμού, δηλαδή η Ρουμανία και η Πολωνία, και να μας «πιάσει» η Ουγγαρία. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα το 2022 ξεπερνούσε την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Όμως, με βάση τα στοιχεία το 2023 η Ελλάδα έπεσε ακόμη χαμηλότερα στην κατάταξη, γιατί στην Πολωνία καταγράφηκε αύξηση 16,57% και διαμόρφωση των ετήσιων αποδοχών στα 18.054 ευρώ, ενώ σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα βρέθηκε και η Ρουμανία, η οποία εμφάνισε αύξηση 17,76% και διαμόρφωση του ετήσιου ποσού στα 17.739 ευρώ. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat η Ελλάδα ξεπερνά πλέον μόνο τη Βουλγαρία, η οποία παραμένει στην τελευταία θέση, με μέσες ετήσιες αποδοχές 13.503 ευρώ, οι οποίες όμως επίσης αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 13,66%, που σημαίνει ότι δεν θα αργήσει η μέρα που θα μας ξεπεράσει κι αυτή. Επίσης, οριακά ξεπερνάμε την Ουγγαρία, ύστερα από ετήσια αύξηση 17,46%.
Αν πάμε πιο πίσω, στο 2020, θα διαπιστώσουμε πως μπορεί ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να ήταν στα 15.859 ευρώ, όμως ακόμη και τότε η χώρα δεν είχε πέσει τόσο χαμηλά στην ευρωπαϊκή κατάταξη, καθώς ξεπερνούσε κατά σειρά τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, τη Σλοβακία και την Κροατία.
Επίσης το 2022 η Ελλάδα ήταν στην 5η χειρότερη θέση της Ευρώπης για τους μισθούς, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Πολωνία.
Ακόμη και στην τριετία 2020-2022, που οι μισθοί στην Ελλάδα άρχισαν και πάλι να ανεβαίνουν, ύστερα από μια 10ετία συνεχούς πτώσης -ο Έλληνας είναι ο μοναδικός Ευρωπαίος που σήμερα έχει χαμηλότερο μισθό σε σχέση με το 2009-, η απόκλιση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα να φτάσει στα μεγαλύτερα επίπεδα τουλάχιστον των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Όμως, την ευθύνη γι’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα για τους εργαζομένους ο πρωθυπουργός δεν την αναλαμβάνει, αλλά εφευρίσκει κάθε φορά δικαιολογίες, ρίχνει το φταίξιμο σε άλλους και μεταθέτει τα δήθεν οφέλη από τη δήθεν ανάκαμψη της οικονομίας στο αόριστο μέλλον!
Τα νοικοκυριά στενάζουν και ο Μωυσής απαιτεί υπομονή και πίστη στο πλάνο του
Τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια επαναλαμβάνει το ίδιο αφήγημα, ότι τάχα η οικονομία έχει ανακάμψει αλλά δεν έχει φθάσει ακόμα στον πολίτη το όφελος αυτής της ανάκαμψης και γι’ αυτό χρειάζονται υπομονή και συνεχής προσπάθεια… Υποστήριξε την περασμένη Κυριακή: «Τα νοικοκυριά δεν νιώθουν ακόμη στην καθημερινότητά τους αυτή την καλή πορεία της οικονομίας. Το κύμα του συσσωρευμένου πληθωρισμού ροκάνισε, όπως και σε άλλες χώρες, ένα σημαντικό μέρος των αυξήσεων που πετύχαμε στα εισοδήματα. Το νοίκι και το ρεύμα πιέζουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Όμως, εφαρμόζουμε πολιτικές για φθηνότερη στέγη και περισσότερο ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας. Και οι αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις είναι μόνιμες, ενώ ο πληθωρισμός παροδικός και ήδη σημαντικά χαμηλότερος από το προηγούμενο διάστημα. Με νοικοκυρεμένα δημόσια οικονομικά, φιλοεπενδυτικές μεταρρυθμίσεις, στήριξη της εργασίας, μείωση της γραφειοκρατίας, ψηφιοποίηση του κράτους, αύξηση της παραγωγικότητας και αποτελεσματικότερη λειτουργία του ανταγωνισμού δημιουργούμε μέρα με τη μέρα μια οικονομία που θα προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες και καλύτερους μισθούς για όλους».
Και το παραμύθι δεν έχει τέλος!
Δημοσιεύεται στην «κυριακάτικη δημοκρατία»