Σύμφωνα με την Eurobank Research, οι εξαγωγές αγαθών της Ελλάδας μειώθηκαν το 2024 κατά 2,2%, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 1,7%, οδηγώντας σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος κατά 7,9%.
Οι βασικοί λόγοι για αυτή την κατάσταση περιλαμβάνουν την αδύναμη οικονομική επίδοση των εμπορικών εταίρων, την αύξηση των επενδύσεων και της εγχώριας δαπάνης, καθώς και τη χαμηλή ικανότητα υποκατάστασης εισαγωγών με εγχώρια προϊόντα.
Παρά τη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο υπηρεσιών απορροφά εν μέρει την αρνητική εικόνα.
Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω:
Τους λόγους πίσω από τους οποίους το εμπορικό έλλειμμα της χώρας επιμένει με τις εξαγωγές να υπολείπονται των εισαγωγών, επισημαίνει η Eurobank Research στο εβδομαδιαίο δελτίο 7 ημέρες Οικονομία.
Η Eurobank τονίζει το πρόβλημα στα αγαθά καθώς στις υπηρεσίες η εικόνα είναι διαφορετική. Οι εξαγωγές εμπορευμάτων της ελληνικής οικονομίας προς την αλλοδαπή κατέγραψαν ετήσια μείωση -2,2% σε τρέχουσες τιμές το 2024 (+2,4% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων), ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές κατέγραψαν άνοδο 1,7% (+3,6% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων).
Βάσει των παραπάνω μεταβολών, το έλλειμμα του ισοζυγίου των εμπορευμάτων διευρύνθηκε κατά 2,.544.3 δισ. ευρώ ή 7,9% (1,393.4 δισ. ή 5,3% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων).
Όπως επισημαίνεται, η παραμονή του εμπορικού ελλείμματος στην Ελλάδα σε σχετικά υψηλά επίπεδα και το 2024 αντανακλά έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως:
- η ισχνή οικονομική επίδοση εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας,
- η άνοδος των επενδύσεων στην Ελλάδα και γενικότερα της εγχώριας δαπάνης
- ο χαμηλός βαθμός υποκατάστασης των εισαγωγών με εγχωρίως παραγόμενα αγαθά και
- η επιβράδυνση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας την περίοδο μετά την πανδημία.
Η Eurobank αναφέρει πως λόγω δομικών παραγόντων, οι εξαγωγές εμπορευμάτων της ελληνικής οικονομίας υπολείπονται των αντίστοιχων εισαγωγών (ενίοτε κυκλικοί παράγοντες ή ακόμα και δομικές αλλαγές διευρύνουν ή συρρικνώνουν την εν λόγω διαφορά), ενώ το ακριβώς αντίθετο ισχύει στον τομέα των υπηρεσιών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου των αγαθών (π.χ. ορυκτά καύσιμα, χημικά προϊόντα, μηχανήματα και υλικό μεταφορών, βιομηχανικά προϊόντα) αντισταθμίζεται σε έναν βαθμό από το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών (π.χ. ταξιδιωτικές υπηρεσίες και σε μικρότερο βαθμό υπηρεσίες μεταφορών).
Το 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου των εμπορευμάτων αυξήθηκε στα -34,6 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές (άνοδος 7,9%), δηλαδή η αξία των εισαγωγών ξεπέρασε την αντίστοιχη των εξαγωγών κατά αυτό το ποσό. Οι κατηγορίες των βιομηχανικών προϊόντων, των μηχανημάτων και του υλικού μεταφορών συνεισέφεραν περίπου το 60% της διεύρυνσης του εμπορικού ελλείμματος.