Η αλλαγή ώρας για το 2025 θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 30 Μαρτίου, όταν οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μία ώρα μπροστά, από τις 03:00 στις 04:00. Η θερινή ώρα θα διαρκέσει μέχρι την Κυριακή 26 Οκτωβρίου.
Το μέτρο της θερινής ώρας, που αποσκοπεί στην εξοικονόμηση ενέργειας, έχει τις ρίζες του σε προτάσεις του Βενιαμίν Φραγκλίνο και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά επίσημα το 1916. Παρά τις αμφισβητήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητά του, η αλλαγή ώρας συνεχίζει να ισχύει σε πολλές χώρες, αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει την πιθανή κατάργησή του.
Στην Ελλάδα, η θερινή ώρα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1932 και καθιερώθηκε μόνιμα το 1975.
Πιο αναλυτικά:
Λίγες μόνο ημέρες έμειναν για την αλλαγή ώρας, όπου πρέπει να ρυθμίσουμε τα ρολόγια μας μία ώρα μπροστά.
Η αλλαγή ώρας θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 30 Μαρτίου 2025. Συγκεκριμένα, οι δείκτες των ρολογιών στις 03:00 θα πρέπει να πάνε μια ώρα μπροστά και να δείξουν 04:00. Η θερινή ώρα θα διατηρηθεί μέχρι την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025.
Στην ανακοίνωση του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών αναφέρονται τα εξής: «Σας υπενθυμίζουμε ότι, την Κυριακή 30 Μαρτίου 2025, λήγει η εφαρμογή του μέτρου της χειμερινής ώρας, σύμφωνα με την Οδηγία 2000/84 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19/01/2001, σχετικά με τις διατάξεις για τη χειμερινή ώρα.
Οι δείκτες των ρολογιών πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα μπροστά, δηλαδή από 03:00 π.μ. σε 04:00 π.μ..»
Το θερινό ωράριο θεσπίστηκε για να περιορίσει την κατανάλωση ενέργειας, καθώς οι άνθρωποι μπορούν να εκμεταλλεύονται περισσότερο το φως της ημέρας.
Η ιδέα αποδίδεται στον Βενιαμίν Φραγκλίνο, ο οποίος το 1784, με άρθρο του σε γαλλική εφημερίδα είχε προτείνει ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ξυπνούν νωρίτερα για να αξιοποιούν το ηλιακό φως, εξοικονομώντας ενέργεια (και συνεπώς να κάνουν οικονομία) καθώς θα έκαιγαν λιγότερα κεριά.
Ωστόσο, το σύστημα του θερινού ωραρίου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά επίσημα στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία το 1916, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως μέτρο εξοικονόμησης ενέργειας.
Σήμερα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η αλλαγή της ώρας γίνεται δύο φορές τον χρόνο. Την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, όπου τα ρολόγια γυρίζουν μία ώρα μπροστά (θερινή ώρα), ενώ την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου, οι δείκτες των ρολογιών μετακινούνται μία ώρα πίσω (χειμερινή ώρα).
Τα τελευταία χρόνια, η χρησιμότητα του θερινού ωραρίου αμφισβητείται, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας έχουν αλλάξει άρδην. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συζητήσει την πιθανή κατάργησή του μέτρου, αφήνοντας τα κράτη-μέλη να αποφασίσουν αν θα διατηρήσουν μόνιμα τη θερινή ή τη χειμερινή ώρα.
Εξάλλου, η αλλαγή της ώρας επηρεάζει τον ανθρώπινο οργανισμό, προκαλώντας προσωρινές διαταραχές στον ύπνο και στη διάθεση. Παρ’ όλα αυτά, το μέτρο συνεχίζει να ισχύει σε πολλές χώρες.
Πότε εφαρμόστηκε πρώτη φορά η αλλαγή ώρας στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η θερινή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, δοκιμαστικά, το 1932 και συγκεκριμένα από τις 6 Ιουλίου μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, όταν τα ρολόγια είχαν τεθεί μία ώρα μπροστά. Στη συνέχεια όμως εγκαταλείφθηκε, επειδή στις 28 Ιουλίου 1916 στις 04:00 ώρα, τα ρολόγια στην Ελλάδα είχαν τεθεί 25 λεπτά μπροστά κατά την εισδοχή της ζώνης ώρας που είχε αποφασιστεί παγκοσμίως.
Έτσι η διαφορά σε σχέση με το φως του Ήλιου που καθορίζει και τον πραγματικό χρόνο γινόταν πολύ μεγάλη, κυρίως στα δυτικά τμήματα της χώρας και περισσότερο στη Κέρκυρα. Τα επόμενα χρόνια είχε υιοθετηθεί μια απλή μετατόπιση της ώρας έναρξης λειτουργίας δημόσιων υπηρεσιών και καταστημάτων κατά μισή ώρα, στη χειμερινή περίοδο.
Στη δεκαετία του 1970 όμως, μόλις δύο χρόνια μετά την ενεργειακή κρίση που ξέσπασε στην Ευρώπη το 1973, αποφασίστηκε η υιοθέτηση του μέτρου της θερινής ώρας από μεγάλο μέρος των κρατών της, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, με έναρξη το 1975.