Το λιοντάρι του Πειραιά είναι ένα εμβληματικό μαρμάρινο γλυπτό που συνδέεται στενά με την ιστορία του Πειραιά, του μεγαλύτερου λιμανιού της Ελλάδας. Κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, το λιοντάρι αποτέλεσε σημείο αναφοράς για ναυτικούς και ταξιδιώτες για αιώνες, ενώ η ακριβής χρονολογία και ο λόγος κατασκευής του παραμένουν άγνωστα, βασισμένα κυρίως σε θρύλους και διηγήσεις.
Το 1687, κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού Πολέμου, το γλυπτό μεταφέρθηκε στη Βενετία από τον Ενετό ναύαρχο Φραντσέσκο Μοροζίνι. Το λιοντάρι φέρει σκανδιναβικές ρούνες, που αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα, ενώ σήμερα στον Πειραιά υπάρχει ένα αντίγραφο του γλυπτού, που θυμίζει την ιστορική του σημασία.
Πιο αναλυτικά:
Το λιοντάρι του Πειραιά είναι ένα από τα πιο εμβληματικά γλυπτά που συνδέονται με την ιστορία του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας μας.
Πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές λιοντάρι σε καθιστή θέση, από λευκό μάρμαρο, που προσομοιάζει με τον «λέοντα της Χαιρωνείας», ύψους περίπου 3 μέτρων, το οποίο δέσποζε στον Πειραιά για αιώνες και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για ναυτικούς και ταξιδιώτες.
Το λιμάνι του Πειραιά ήταν ένα από τα σημαντικότερα της Μεσογείου, και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε (Porto Leone), δηλαδή «Λιμάνι του Λιονταριού». Επίσης, μια άλλη ονομασία ήταν Πόρτο Δράκο.
Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.
Παράλληλα, οι Τούρκοι είχαν ονομάσει τον Πειραιά ως Ασλάν Λιμάνι (σ.σ. Λιμάνι του Λιονταριού). Σύμφωνα με τον θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στον Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.
Η ακριβής χρονολογία κατασκευής του λιονταριού είναι αβέβαιη. Επίσης, δεν είναι γνωστό και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε και γιατί τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.
Από τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο Δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα, ενώ μερικοί υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κάποια κοινά αποδεκτή εκτίμηση για την ηλικία του μνημείου.
Το 1687, κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού Πολέμου, ο Ενετός ναύαρχος Φραντσέσκο Μοροζίνι εισέβαλε στην Αθήνα και στον Πειραιά. Εκείνη την περίοδο, οι Βενετοί λεηλάτησαν πολλά μνημεία της περιοχής.
Ο Μοροζίνι, εντυπωσιασμένος από το γλυπτό, το μετέφερε στη Βενετία ως λάφυρο πολέμου μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στον ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο για το άγαλμα είναι ότι χαράχθηκαν πάνω του επιγραφές σε σκανδιναβικές ρούνες. Ρουνικό αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες.
Ο πρώτος, ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:
Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με τον Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός, οποίος υπήρξε βασιλιάς της Νορβηγίας από το 1046 έως το 1066, για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα, στον Πειραιά δεν υπάρχει το αυθεντικό λιοντάρι, αλλά ένα αντίγραφο του, το οποίο δημιουργήθηκε για να αποτίσει φόρο τιμής στο χαμένο μνημείο. Το άγαλμα δεσπόζει στην Ακτή Μιαούλη, κοντά στο λιμάνι, θυμίζοντας στους επισκέπτες την ιστορική σημασία του παλιού γλυπτού.
Το λιοντάρι του Πειραιά δεν είναι απλώς ένα αρχαίο γλυπτό, αλλά ένα σύμβολο της ναυτικής ιστορίας της Ελλάδας.