- Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τις προσφυγές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) σχετικά με τη νομιμότητα της συγκρότησης της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ, κρίνοντας ότι ο ΔΣΑ δεν έχει έννομο συμφέρον για να προσφύγει.
- Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι η προσφυγή του ΔΣΑ θα είχε χαρακτήρα λαϊκής αγωγής και δεν δικαιολογείται από το Σύνταγμα ή τη νομοθεσία, καθώς οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν θίγουν τα συμφέροντα των μελών του.
- Η μειοψηφία του Δικαστηρίου εξέφρασε διαφορετική άποψη, υποστηρίζοντας ότι οι πράξεις συγκρότησης της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ είναι ζητήματα γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος και ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έχουν το δικαίωμα να ασκούν ενδίκως για τη νομιμότητά τους.
Απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας οι προσφυγές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) για την μη νόμιμη συγκρότηση της ΑΔΑΕ και του ΕΣΡ από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με δύο αποφάσεις της έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (ΔΣΑ) δεν έχει έννομο συμφέρον για να προσφύγει ενώπιον του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Ο ΔΣΑ, με τις πρόσφυγες του, ζητούσε την ακύρωση των αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης περί διορισμού του αντιπροέδρου, αναπληρωτή αντιπροέδρου, δύο τακτικών και δύο αναπληρωματικών μελών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) και, επίσης, την ακύρωση αποφάσεων του υφυπουργού παρά τονΠρωθυπουργό περί διορισμού προέδρου, αντιπροέδρου και έξι μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.).
Σύμφωνα με το σκεπτικό της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν νομιμοποιείται ο ΔΣΑ κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως είναι η επιλογή «τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής».
Αναλυτικά, η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (πρόεδρος Ευαγγελία Νίκα και εισηγήτρια Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου) με τις υπ΄ αριθμ. 1639/2024 και 1641/2024, έκρινε πως ο «Κώδικας Δικηγόρων νομιμοποιεί τους εκπροσωπούντες τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην ανάληψη δράσεων αναγομένων σε ζητήματα γενικοτέρου ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων και δικαστικών ενεργειών, δεν αρκεί, όμως, μόνη αυτή για τη νομιμοποίηση των Δικηγορικών Συλλόγων ως διαδίκων σε δίκες ενώπιον όλων των δικαστηρίων που αναφέρονται σ’ αυτή και, ειδικότερα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως και δη αιτήσεως ακυρώσεως κατά ατομικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, όπως και στην προκειμένη περίπτωση επιλογής τρίτων προσώπων σε δημόσια θέση, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, η αίτηση θα προσελάμβανε τον χαρακτήρα λαϊκής αγωγής, όπως δεν έχει θεσμοθετηθεί από το Σύνταγμα και την οικεία νομοθεσία».
Σε κάθε περίπτωση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου τονίζει πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ότι «δεν θίγουν τα συμφέροντα των μελών του ΔΣΑ ως επαγγελματικής τάξεως εν σχέσει προς το δικηγορικό απόρρητο, το οποίο αφορά διάφορο ζήτημα, συναπτόμενο με την υποχρέωση εχεμύθειας του δικηγόρου προς τους εντολείς του χάριν της ενίσχυσης των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους».
Αντίθετη άποψη εξέφρασε η μειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, ως προς τη συγκρότηση της Α.Δ.Α.Ε. και του ΕΣΡ.
Όπως τονίζεται στο σκεπτικό της μειοψηφίας, θέματα που αφορούν τη νομιμότητα πράξεων συγκρότησης της Α.Δ.Α.Ε. και του ΕΣΡ, αποτελούν, «κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων».
Όσον αφορά την Α.Δ.Α.Ε., η μειοψηφία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνει «οι προσβαλλόμενες δε πράξεις, με τις οποίες επέρχεται ευρείας έκτασης μεταβολή της σύνθεσης της Α.Δ.Α.Ε., η οποία κατά το Σύνταγμα έχει περιβληθεί ως ανεξάρτητη αρχή με ανάλογες εγγυήσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν τη διαδικασία επιλογής των μελών της, ώστε να αποτρέπονται κυβερνητικές και γενικότερα μονομερείς επιρροές, αποτελούν το έρεισμα της έκδοσης του συνόλου των ατομικών και κανονιστικών διοικητικών πράξεων της αρχής και επιδρούν στην εν γένει δράση της. Λόγω δε της κατά τα ανωτέρω ιδιαίτερης φύσεως των πράξεων αυτών, όπου η κρίσιμη για την έννομη τάξη και το κράτος δικαίου βλάβη από την τυχόν παρανομία τους πλήττει, κατ’ ουσίαν, ένα ιδιαίτερα ευρύ κύκλο προσώπων, η αποδοχή της συνδρομής της προϋποθέσεως του εννόμου συμφέροντος, δικαιολογούμενη και λόγω της προβεβλημένης θέσης των Δικηγορικών Συλλόγων στην κοινωνία, συμβάλλει στην έγκαιρη και αποτελεσματική παροχή έννομης προστασίας. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, υφίσταται ο απαιτούμενος από τη νομοθεσία ιδιαίτερος δεσμός του αιτούντος Συλλόγου με τις προσβαλλόμενες πράξεις και δεν πρόκειται για εκδήλωση απλού ενδιαφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας.
Σχετικά με το ΕΣΡ, η μειοψηφία εξέφρασε την άποψη ότι «εν όψει της σημασία της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξάρτητης αρχής αυτής για τη διασφάλιση της πολυφωνίας και της αντικειμενικής και με ίσους όρους μεταδόσεως πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα των πράξεων συγκρότησης του Ε.Σ.Ρ., αποτελούν, κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, ζήτημα γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος και περιλαμβάνονται μεταξύ των ζητημάτων, για τα οποία αναγνωρίζεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων».