Στην προετοιμασία για την μαύρη επέτειο της τραγωδίας στα Τέμπη, ο Χρήστος Χούπας, πατέρας της αδικοχαμένης Ειρήνης, μοιράστηκε την οδύνη του σε εκπομπή του ΑΝΤ1. Με δάκρυα στα μάτια, περιέγραψε την απώλεια της κόρης του ως ένα «έγκλημα» που του έχει καταστρέψει τη ζωή.
Ανέφερε τις δύσκολες στιγμές που βίωσε, την αναζήτηση της Ειρήνης στα νοσοκομεία και την αίσθηση της απελπισίας που τον συνοδεύει. Ο Χρήστος εξέφρασε την απόλυτη απώλεια πίστης και ελπίδας, δηλώνοντας ότι δεν υπάρχει ζωή για εκείνον και ότι η πληγή της απώλειας είναι βαθιά και μόνιμη.
Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω:
Η μαύρη επέτειος της 28ης Φεβρουαρίου, που είναι αφιερωμένη στα Τέμπη και στιγμάτισε για πάντα τον ελληνικό λαό βρίσκεται προ των πυλών, με χιλιάδες κόσμο ανά την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό να ετοιμάζονται να κατεβούν για άλλη μια φορά στους δρόμους προς τιμήν των θυμάτων, αλλά και για να δοθεί μια απάντηση στους συγγενείς τους από την Κυβέρνηση – δείτε εδώ φωτογραφίες από το προηγούμενο συλλαλητήριο.
Τι είπε ο Χρήστος Χούπας, πατέρας της Ειρήνης Χούπα, που έχασε τη ζωή της στα Τέμπη
Ο Χρήστος Χούπας, πατέρας της Ειρήνης Χούπας, η οποία έχασε τη ζωή της πριν από δυο χρόνια στο τραγικό δυστήχημα στην κοιλάδα των Τεμπών, μίλησε στην εκπομπή Το Πρωινό του ΑΝΤ1, και συγκίνησε με τα λόγια του, ενώ, ο ίδιος δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά του μιλώντας για την αδικοχαμένη κόρη του. Συγκεκριμένα, είπε:
«Δύο δυσβάσταχτα χρόνια από το έγκλημα των Τεμπών. Πάρα πολύ δύσκολα, έως μαρτυρικά. Βλέπεις, τρία παιδιά θα έβγαζα με πτυχία στην κοινωνία. Τώρα μιλάω για τα εναπομείναντα. Μου λείπει η αγκαλιά της Ελπίδας, δε μπορώ… Συγκινούμαι… Μου λείπει πάρα πολύ και στη μάνα της το ίδιο. Έχω μία υπέροχη γυναίκα και μοχθήσαμε για να αναθρέψουμε τρία παιδιά και να έχουμε μία οικογένεια υπόδειγμα, πρότυπο.
Το βράδυ της τραγωδίας, μου τηλεφώνησε ο Κωνσταντίνος 4 τη νύχτα και μου είπε ότι η Ελπίδα δεν απαντούσε. Άρχισα να ντύνομαι και τα πόδια μου δεν έβρισκαν από το τρέμουλο το μπατζάκι να μπουν μέσα στο παντελόνι. Ξημερώνω στη Λάρισα. Και εκεί εμπάσει περιπτώσει ήταν πάρα πολύς κόσμος, πολλές κάμερες και κάποια στιγμή αφηρημένος πέρασα μπροστά από μία…
Άρχισαν τότε βροχή τα τηλέφωνα από φίλους μου. Τι γυρεύεις εκεί μου έλεγαν, πες μου ότι είναι ψέματα. Μετά με τα παιδιά μου ψάχναμε σε όλα τα Νοσοκομεία, μην είναι κάπου παραζαλισμένη, κάπου παραπεταμένη, κάπου δεν έχει τις αισθήσεις της αλλά ζει, μάταια όμως…Από την κόρη μου τα έχω κρατήσει όλα, και κυρίως έχω κρατήσει τις ζωγραφιές της, στα μελίσσια μου.
Δε βρήκαμε όμως το κινητό της, την τσάντα της και το περιδέραιό της που ήταν από πραγματικά μαργαριτάρια και ήταν πανάκριβα, δώρο από την θεία της. Όπως φαίνεται θα έπεσε γερό πλιάτσικο.Το περιδέραιο δεν φεύγει από το λαιμό κάποιου, πρέπει να το ξεκουμπώσεις για να το βγάλεις.
Φυσικά και έχασα την πίστη μου, ο Πανάγαθος με έβαλε στο βαρέλι κι έξυσε τη μπογιά για να με πάει ακόμα παρακάτω. Δεν του χρωστάω τίποτα. Η μαχαιριά είναι πολύ βαθιά. Γεμίζω τον χρόνο μου, αλλά ξέρω ότι δεν υπάρχει ζωή για εμένα και δεν θα έχω μέχρι να πεθάνω».