- Ο Ρένος Χαραλαμπίδης μίλησε στην εκπομπή "Ο κόσμος μέσα μας" στο Attica TV για τη σχέση του με τον πατέρα του και την αγάπη του για το μπαλέτο.
- Ο πατέρας του δεν τον άφησε να κάνει μπαλέτο στα παιδικά του χρόνια, παρά την επιθυμία του, αλλά μετά μετάνιωσε.
- Η πρώτη ανάμνηση του ως παιδί είναι ο πατέρας του να τον πλένει, και μετά, πριν φύγει από τη ζωή, τον έπλενε εκείνος με χαρά και γέλια.
Ο Ρένος Χαραλαμπίδης βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή «Ο κόσμος μέσα μας» στο Attica TV.
Ο γνωστός ηθοποιός μίλησε για την ιδιαίτερη σχέση του με τον πατέρα του, τα παιδικά του χρόνια και την αγάπη του για το μπαλέτο.
«Τη δεκαετία του 70΄που ήταν η ηλικία μου να ξεκινήσω μπαλέτο στου Ζωγράφου είχε μια ωραία σχολή και επειδή δεν είχε αγόρια είπα στους γονείς μου να πάω δωρεάν. Ο πατέρας μου δεν δέχτηκε δωρεάν και ήθελε να πληρώσουμε. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης… πεταματής στο χωριό και στην Αθήνα έγινε κηπουρός και αργότερα έγινε εργάτης τιμονιάρης στα βαρέα και ανθυγιεινά
Μου λέει, βεβαίως, το είδαμε το μπαλέτο στην τηλεόραση, καταλάβαμε τι είναι, να πάμε να σε γράψουμε», είπε ο Ρένος Χαραλαμπίδης.
«Όταν πήγαμε όμως και ο πατέρας μου έκοψε κίνηση μου λέει: σου αρέσει σίγουρα; λέω: μου αρέσει. Αδειάζει από την τσέπη του τα λεφτά και τα είδα μέσα στα χέρια του στα σκληρά τα εργατικά και τον είδα πως έκοβε κίνηση και δεν ένιωθε καλά ο άνθρωπος. Του λέω άσε μπαμπά δεν θα γραφτώ».
«Τριάνατα, σαράντα χρόνια μετά είμαστε στο χωριό και βλέπαμε τηλεόραση. Α, μου λέει Ρένο, τι ωραίο το μπαλέτο. Λάθος μου, έπρεπε να επιμείνω να μάθεις μπαλέτο», είπε ο Ρένος Χαραλαμπίδης.
Σε άλλο μέρος της συνέντευξης ο ηθοποιός ανέφερε: «Η πρώτη μου ανάμνηση σαν παιδί είναι να με πλένει ο πατέρας μου. Ήμουν πάνω σε ένα τραπέζι, με είχε πλύνει και μου έβαζε pampers. Λίγο πριν φύγει από τη ζωή, τον έκανα εγώ μπάνιο. Έτσι ήταν η πρώτη μου εικόνα να με πλένει, τώρα τον έπλενα εγώ. Σε πληροφορώ, ότι τον έκανα μπάνιο μέσα στα γέλια και στα χαχανητά. Γελάγαμε και γουστάραμε. Μου έλεγε “ποιος εγώ το θηρίο;”, που το παρατσούκλι του στο εργοστάσιο ήταν “η αρκούδα”, γιατί έπιανε τα σίδερα και τα έσπαγε. Και γέλαγε μόνος του επειδή δεν μπορούσε να σηκωθεί όρθιος. Όλα αυτά και με την τρομερή αγωνία του θανάτου…».