«Σειρά πρόσφατων αποφάσεων του ΕΔΔΑ είναι, πράγματι, κόλαφος για τη χώρα και το δικαστικό μας σύστημα. Δυστυχώς, όμως, οι αποφάσεις αυτές δεν φωτίζουν απλώς μια παρωδική παραφωνία σε ένα κατά τα λοιπά ανεπίληπτο σύστημα, αλλά μας θυμίζει ότι η ελληνική πολιτεία και το ελληνικό δικαστικό σύστημα είναι σε σημαντικό βαθμό μια «παραφωνία» σε σχέση με τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό».
Αυτό επεσήμανε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, Δημήτρης Βερβεσός, ενημερώνοντας την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, που συνεδρίασε με θέμα «οι σύγχρονες προκλήσεις για την πολιτεία και τη δικαιοσύνη υπό το πρίσμα των πρόσφατων καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Όπως ανέφερε ο κ. Βερβεσός, σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν το 2023 στη δημοσιότητα, «από τις 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος που έχουν εκδοθεί από το ΕΔΔΑ, οι 969 διαπιστώνουν παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενώ η πολυπληθέστερη κατηγορία μεταξύ των καταδικών είναι οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, που παραβιάζουν το δικαίωμα δίκαιης δίκης.
Ειδικά, για το θέμα της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης, επεσήμανε ότι «το ΕΔΔΑ με πιλοτικές αποφάσεις του έκρινε ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, δεν αποτελούν απλώς παράβαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα».
Επικαλούμενος στοιχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και του Πρωτοδικείου Αθηνών, σημείωσε ότι «η σύγκριση του χρόνου διεκπεραίωσης των αστικών και ποινικών υποθέσεων στη χώρα μας σε σχέση με τη διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι απογοητευτική».
Ενδεικτικά ανέφερε ότι:
Για τις αστικές υποθέσεις ο χρόνος είναι:
1ος βαθμός: 746 μέρες με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 239.
2ος βαθμός: 422 ημέρες με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 200 μέρες.
Για τις Ποινικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 223 μέρες με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 133 μέρες.
2ος βαθμός: 294 μέρες με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 110 μέρες.
Σε ότι αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο ο χρόνος στην Ελλάδα είναι 304 μέρες με διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης τις 101 μέρες.
Στα ίδια περίπου επίπεδα κινείται και ο χρόνος για τις Διοικητικές υποθέσεις όπου στο Ανώτατο δικαστήριο είναι στις 1239 μέρες όταν η διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης είναι οι 234 μέρες.
Κρίσιμο στοιχείο χαρακτήρισε το κατά πόσον αυξάνεται ή μειώνεται ο όγκος των νέων υποθέσεων, τονίζοντας ότι «τα στοιχεία του Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αποκαλυπτικά».
« Tο 2010 εισήλθαν στο δικαστικό σύστημα του Πρωτοδικείου Αθηνών 224.391 υποθέσεις, ενώ το 2023, 102.285 υποθέσεις, ήτοι μείωση του αριθμού εισερχομένων κατά 54,5%. Από τις εισερχόμενες το 2020 υποθέσεις, 82.316 αφορούσαν σε προσημειώσεις υποθήκης (εγγραφές, εξαλείψεις) ήτοι ποσοστό 36,7% του συνόλου των εισερχομένων, ενώ το 2023 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 25% (25.516).
Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των υποθέσεων διαγνωστικής δίκης, για τις οποίες απαιτείτο η έκδοση αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης ήταν 142.075 (ποσοστό 63,3%) ενώ το 2023 76.769 (ποσοστό 75%)», είπε και συμπλήρωσε:
«Αποδεικνύεται λοιπόν περίτρανα ότι για τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν έχουν ευθύνη ούτε οι αναβολές που ζητούν οι δικηγόροι, ούτε ο υπερπληθυσμός των δικηγόρων, ο οποίος δημιουργεί δήθεν πληθώρα, νέων, υποθέσεων, που εισέρχονται στο δικαστικό σύστημα, ούτε τα πολυσέλιδα δικόγραφα που καθυστερούν τους δικαστές κατά το διάβασμα.
Η δικαιοσύνη, δεν είναι μόνο βραδεία, είναι και ταξική και τοξική.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης προκύπτει ότι ο ρυθμός απονομής είναι αρνητικός στις υποθέσεις που αφορούν την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στην Τακτική δικαιοσύνη, όπως οι εργατικές διαφορές.
Αντίθετα, στις υποθέσεις, που ενδιαφέρουν πρωτίστως τις οικονομικά ισχυρές συσσωματώσεις, όπως οι τράπεζες (διαταγές πληρωμής , πτωχεύσεις) εκδίδονται περισσότερες αποφάσεις σε σχέση με τις εισερχόμενες υποθέσεις και άρα παρατηρείται επιτάχυνση.
Όταν, όμως, η δικαιοσύνη απονέμεται με υπερβολική καθυστέρηση ή απονέμεται με διαφορετικό ρυθμό για τους ισχυρούς και με διαφορετικό ρυθμό για τους αδύναμους, κλονίζεται η ασφάλεια δικαίου και δοκιμάζεται η κοινωνική ειρήνη και ευημερία».
Ακόμα, ο κ. Βερβεσός υπογράμμισε ότι «το 2023 ο αριθμός των εκδοθεισών αποφάσεων ανήλθε σε 56.860 παρουσιάζοντας μείωση 57,4% εκ των οποίων μάλιστα 9.388 ήταν επί υποθέσεων προσημειώσεων και 9.472 επί υποθέσεων διαταγής πληρωμής ήτοι συνολικά 18.860».
Ο πρόεδρος των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, αναγνώρισε ότι «έχουν ληφθεί και θετικά μέτρα για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, όπως η μεταφορά δικαστηριακής ύλης στους δικηγόρους, με αποτέλεσμα να έχουν εκδοθεί από δικηγόρους από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο 2024,19.773 αποφάσεις προσημείωσης υποθήκης, 2.001 κληρονομητηρίων, 1.276 υποθέσεις σωματείων και 166.423 ένορκες βεβαιώσεις ελαφρύνοντας σημαντικά τον όγκο των δικαστικών υποθέσεων».
Αναφερόμενος στον αριθμό των δικαστών στην Ελλάδα, είπε ότι η χώρα μας είναι η 3η υψηλότερη στην Ευρώπη, σημειώνοντας ότι «το ζητούμενο δεν είναι η αναλογία των δικαστών, αλλά η αναλογία του αριθμού δικαζομένων υποθέσεων ανά δικαστή».
Μίλησε ακόμα «για ένα δεύτερο μείζον θέμα που ανέδειξε η πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ και αφορά τον αδικαιολόγητο φορμαλισμό των ανωτάτων δικαστηρίων μας, καταδικάζοντας διαχρονικά και με συνέπεια την δυσανάλογη αυστηρότητα των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, υποδεικνύοντας την ασυμβατότητα νομολογιακών πρακτικών που ισοδυναμούν με αρνησιδικία με την ανάγκη πραγματικής διασφάλισης του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη».
«Το μήνυμα κάθε καταδικαστικής απόφασής του ΕΔΔΑ, είναι το ίδιο : η προτεραιότητα πρέπει να δίδεται στην προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων και όχι των τύπων.
Δυστυχώς, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες αποφάσεις του Στρασβούργου, τα ανώτατα δικαστήρια αποδεικνύονται επίμονα «κακοί μαθητές», κάποιος ίσως θα έλεγε και «ανεπίδεκτοι μαθήσεως», επεσήμανε.
Έμφαση έδωσε «στη προβληματική στάση του ΣτΕ έναντι της επιβεβλημένης ευθύνης του κράτους για εσφαλμένη δικαστική κρίση, με το ΕΔΔΑ να διαπιστώνει έλλειμμα ευθύνης του δημοσίου σε περίπτωση εσφαλμένης δικαστικής κρίσης».
«Το ΕΔΔΑ καταδίκασε, την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την απόρριψη των λόγων αναίρεσης ως απαραδέκτων.
Το ΣτΕ, που επεδίωξε να επιταχύνει την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του με τους περιορισμούς του ν. 3900/2010 παραμένει μάλλον το βραδύτερο διοικητικό δικαστήριο της Ευρώπης, με 1239 ημέρες καθυστέρησης για την έκδοση απόφασης, έναντι 234 ημερών, που είναι η διάμεση τιμή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Μάλιστα, την τελευταία δωδεκαετία, εκδίδει σταθερά όλο και λιγότερες αποφάσεις: από 10.250 αποφάσεις το 2012, δημοσίευσε μόλις 3.386 αποφάσεις το 2023 και ακόμα λιγότερες (2.604) για το 2024, σύμφωνα με στοιχεία μέχρι τις 17.12.2024», επεσήμανε ο κ. Βερβεσός και πρόσθεσε:
«Αντί, λοιπόν, να «στρουθοκαμηλίζουμε», ασχολούμενοι με τις σελίδες των δικογράφων και τους χρόνους αγόρευσης, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στα πραγματικά αίτια του προβλήματος των καθυστερήσεων, και καθένας να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί.
Το μόνο μέτρο που απέφερε καρπούς σε ό,τι αφορά την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, ήταν η μεταφορά δικαστηριακής ύλης στους δικηγόρους. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, το σύνολο των υποθέσεων εκ της μεταφοράς δικαστηριακής ύλης στους δικηγόρους ανήλθε από 1/6/2024 μέχρι 31.12.2024 πανελλαδικά σε 25.811.
Επίσης πανελλαδικά, ελήφθησαν 83.980 ένορκες βεβαιώσεις που συνετάγησαν από 8110 δικηγόρους, ελαφρύνοντας έτσι τον φόρτο των προέδρων Ειρηνοδικείων που ήταν αρμόδια για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων».
«Έχει έρθει ο καιρός, ο νομοθέτης να αποσαφηνίσει ότι οι προθεσμίες προσδιορισμού των υποθέσεων και έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως ενδεικτικές, ως ευχολόγιο, αλλά η υπέρβασή τους πρέπει να έχει συνέπειες. Δεν είναι δυνατόν κάποιες υποθέσεις κοινωνικά ευαίσθητες, να προσδιορίζονται το 2033, με αποτέλεσμα να καθίσταται γράμμα κενό του νόμου που επιβάλλει υποχρεωτικό προσδιορισμό εντός 60 ημερών, και να μην συγκινείται κανείς, ούτε είναι δυνατόν να περιμένουμε επί ένα χρόνο κάποιες φορές, αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων, και να το αντιμετωπίζουμε αυτό ως φυσιολογικό», υπογράμμισε ο κ. Βερβεσός και συνέχισε:
«Οφείλουμε να εστιάσουμε στις πραγματικές αιτίες της επιβράδυνσης, που είναι αφ’ ενός η κακοδιοίκηση, η οποία αποτελεί πραγματική «μηχανή παραγωγής» διαφορών, και αφ΄ετέρου η αλόγιστη άσκηση -συχνότατα αβάσιμων- ενδίκων βοηθημάτων και μέσων από το ίδιο το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου».
«Το ζήτημα της ορθής και ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα Δημοκρατίας. Εμείς, το δικηγορικό σώμα, που είμαστε η φωνή του πολίτη μπροστά στο δικαστικό Λεβιάθαν, έχουμε χρέος να θέτουμε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Αυτό πράττουμε και θα συνεχίσουμε να πράττουμε, με συγκεκριμένες παρεμβάσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση των παθογενειών που βιώνουμε», κατέληξε ο κ. Βερβεσός.