Η πρόταση της προεδρίδας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, για ενεργοποίηση ρήτρας έκτακτης ανάγκης στις αμυντικές δαπάνες, ανοίγει νέες δυνατότητες για την Ελλάδα να ενισχύσει τον αμυντικό της τομέα χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά το δημοσιονομικό της πλαίσιο.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης χαιρέτισε την πρόταση, τονίζοντας τη σημασία της για τη συλλογική ασφάλεια.
Η Ελλάδα, που ήδη δαπανά περίπου 3,2% του ΑΕΠ της για την άμυνα λόγω των προκλήσεων από την Τουρκία, έχει την ευκαιρία να αναπτύξει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, προσαρμόζοντας τη στρατηγική της ώστε να αξιοποιήσει ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα προγράμματα και να ενισχύσει την οικονομία της.
Διαβάστε αναλυτικά παρακάτω:
Μιλώντας στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια την Παρασκευή, η Φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι θέλει να ενεργοποιήσει μια ρήτρα έκτακτης ανάγκης που θα επιτρέπει στις κυβερνήσεις να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο, ώστε οι στρατιωτικές δαπάνες να μην υπολογίζονται στα αυστηρά ελεγχόμενα όρια του δημοσιονομικού τους ελλείμματος. Το σημαίνει αυτό για την Ελλάδα και πώς μπορεί να αναπτυχθεί η αμυντική βιομηχανία της χώρας.
Του Χρήστου Μαζανίτη
«Θα προτείνω την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για τις αμυντικές επενδύσεις», δήλωσε. «Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες» ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με πρώτες την Ιταλία και την Ελλάδα να τάσσονται αναφανδόν υπέρ αφού θα τους επιτρέψει να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να προβούν σε άλλες περικοπές στον προϋπολογισμό.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με ανάρτησή του χαιρέτισε την πρόταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να ενεργοποιηθεί η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, σημειώνοντας πως αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα για τη συλλογική μας ασφάλεια.
Η Ελλάδα έχει δαπανήσει συνολικά 254 δισ. ευρώ από τη μεταπολίτευση έως το 2010, αλλά ελάχιστα από αυτά τα χρήματα περιελάμβαναν ελληνική προστιθέμενη αξία. Αυτό είναι κάτι που είχε τονίσει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, σε άρθρο του στους New York Times.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των χρημάτων που έχουν δαπανηθεί, είναι το ετήσιο ΑΕΠ της Ελλάδας. Ο ίδιος ο υπουργός είχε τονίσει ότι «είναι ώρα αυτό να επιχειρηθεί να αλλάξει και οι αμυντικές δαπάνες να συμβάλλουν στην Ανάπτυξη και την Εθνική Οικονομία».
Τι μπορεί να αλλάξει πρακτικά, μετά την εισήγηση της Φον ντερ Λάιεν; Μέχρι πρότινος, οι αμυντικές δαπάνες κάθε χώρας – μέλους της ΕΕ υπολογίζονταν στο έλλειμα και το χρέος κάθε οικονομίας. Με την εισήγηση για αύξηση των αμυντικών δαπανών από το 2% στο 3% (σ.σ. η Ελλάδα είναι στο 3,2% λόγω της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας άρα θα μπορεί να ανέβει στο 4%) χωρίς να υπήρχε η εξαίρεση, η χώρα θα έμπαινε σε καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης. Το χρηματιστήριο θα τιναζόταν στον αέρα, η οικονομία της χώρας θα έμπαινε σε υφεσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης κι εν τέλει θα γινόταν επιτακτική η προσφυγή σε κάποιον μηχανισμό οικονομικής βοήθειας.
Ο Νίκος Δένδιας είχε πει σε σχετική του εισήγηση: «Δεν λέω να μπούμε σε «πολεμική οικονομία». Λέω, λύσε μου τα χέρια με τις παραλαβές, μη με πνίγεις, για να μπορέσω να φτάσω σε σύντομο χρονικό διάστημα στο επίπεδο που πρέπει, ώστε η Ευρώπη -όχι μόνο η Ελλάδα- να έχει μια σοβαρή άμυνα. Διότι, θέλω να σας είμαι ειλικρινής, σε σχέση με πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης η, Ελλάδα έχει πολύ πιο σοβαρή Άμυνα.
Θα σας πω ένα παράδειγμα, το οποίο ουδείς το καταλαβαίνει. Η Ελλάδα έχει περισσότερα βαρέα άρματα από την Γερμανία, την Γαλλία…».
Για την Ελλάδα, η πρόταση Φον ντερ Λάιεν ανοίγει μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας. Κι αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι κυρίως η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού θα εμπιστευτεί την εγχώρια βιομηχανία και θα εγκαταλείψει ιδεοληψίες περί εμπιστοσύνης στα ξένα ναυπηγεία.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Ν. Δένδιας έχει προτάξει την αντίληψη του «να φύγουμε από τη λογική «ψωνίζω από το ράφι» και να περάσουμε στην ανάπτυξη προγραμμάτων αμυντικής τεχνολογίας που να έχουν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Με αυτόν τον τρόπο οι επενδύσεις στην Άμυνα όχι μόνο δεν θα μπορούν να χαρακτηριστούν «αντιπαραγωγικές» από οικονομική άποψη, αλλά θα συμβάλλουν στην Ανάπτυξη της χώρας μας και στην αύξηση της απασχόλησης».
Η Ελληνική βιομηχανία μπορεί να αναπτυχθεί ραγδαία με την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την έρευνα και την ανάπτυξη, τα οποία θα ενισχύσουν τη δυνατότητά μας να αναπτύξουμε νέες τεχνολογίες και να βελτιώσουμε τις υπάρχουσες υποδομές. Πρόκειται για προγράμματα τα οποία θα συμβάλλουν στην προσέλκυση επενδύσεων και στη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, καθιστώντας τη χώρα μας ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο.
«Αναφορικά με το ενδεχόμενο περαιτέρω συρρίκνωσης της αμυντικής βιομηχανίας, θα είμαι κατηγορηματικός ότι δεν αποτελεί λύση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και ότι δεν είναι αυτός ο στόχος μας. Αντιθέτως οφείλουμε να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας στις τρέχουσες ανάγκες και προοπτικές και να αξιοποιήσουμε τη συγκεκριμένη συγκυρία. Η ενίσχυση της συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι κρίσιμη για την αύξηση της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, η συμμετοχή σε διεθνή δίκτυα και η σύναψη συνεργασιών με άλλες χώρες θα ενισχύσουν την ικανότητα μας να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της σύγχρονης άμυνας. Σε κάθε διαπραγμάτευση με τους ξένους προμηθευτές ζητάμε πάντα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, τη συμμετοχή των ελληνικών βιομηχανικών εταιρειών» είχε αναφέρει σε συνέντευξή του ο Ν. Δένδιας, στο περιοδικό «Ανάπτυξη» τον περασμένο Αύγουστο.
Οι δαπάνες της Ελλάδας είναι τεράστιες λόγω των γνωστών απειλών από την Τουρκία, ενώ άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολύ χαμηλότερες αμυντικές δαπάνες, έως μηδαμινές. Η Ελλάδα δεν φυλάει μόνο τα σύνορά της αλλά αποτελεί το ανατολικότερο σύνορο της ΕΕ έναντι κάθε απειλής.
Εδώ και έναν χρόνο, στο πλευρό της χώρας μας έχει σταθεί η Πολωνία, η οποία είναι υπέρμαχος της πρότασης που έχει καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση για αλλαγή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων για τις αμυντικές δαπάνες, δηλαδή, οι δαπάνες αυτές να εξαιρούνται από τον υπολογισμό των δημοσιονομικών στόχων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι απαιτούνται πρόσθετες αμυντικές επενδύσεις ύψους περίπου 500 δισεκατομμυρίων ευρώ την επόμενη δεκαετία. Οι αμυντικές δαπάνες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα λόγω του κινδύνου από την Ανατολή, είναι μια από τις λίγες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δαπανούν περίπου 3% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνεπάγονται περιορισμούς στον εθνικό δημοσιονομικό χώρο.
Ελλάδα και Πολωνία έχουν προτείνει σε πρώτη φάση την υλοποίηση ευρωπαϊκών αμυντικών έργων, όπως το πανευρωπαϊκό σύστημα αεράμυνας.
Επιπλέον, η Αθήνα πιέζει τις Βρυξέλλες ώστε η ΕΕ να στηρίξει με χρηματοδοτικά μέσα την κάλυψη των ευρωπαϊκών επενδυτικών αναγκών σε άμυνα και ασφάλεια. Τέτοια όργανα μπορούν να βασιστούν στην επιτυχή λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF).