Το άρθρο αναλύει την πολιτική κατάσταση στην Τουρκία μετά τη σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και άλλων πολιτικών αντιπάλων του προεδρεύοντος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή η κίνηση θεωρείται από πολλούς ως ένδειξη της στροφής της Τουρκίας προς έναν αυταρχικό καθεστώς, με την Δύση να αντιδρά με σχετική σιωπή.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η διεθνής κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ε.Ε., δεν φαίνεται διατεθειμένη να ασκήσει πίεση στην Τουρκία, καθώς οι στρατηγικές σχέσεις με την Άγκυρα είναι κρίσιμες για διάφορα γεωπολιτικά ζητήματα. Η πολιτική καταστολή έχει προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις, ενώ η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώνεται, με πτώση του χρηματιστηρίου και αύξηση του πληθωρισμού.
Το άρθρο καταλήγει ότι η Τουρκία έχει εισέλθει σε μια νέα φάση αυταρχισμού, με την αντιπολίτευση να αναγκάζεται να στραφεί στους δρόμους για να εκφράσει την αντίθεσή της.
Πιο αναλυτικά:
Με τις συλλήψεις του Ιμάμογλου και άλλων πολιτικών αντιπάλων του ο Ερντογάν επιχειρεί να εξασφαλίσει τέταρτη προεδρική θητεία.
Των Ε. ΑΡΕΤΑΙΟΥ, Θ. ΤΣΙΤΣΑ – ΠΗΓΗ: Realnews
Η Τουρκία βρίσκεται πλέον ανοιχτά στο κατώφλι μιας πλήρους πολιτειακής μεταμόρφωσης.
Η σύλληψη του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμα πράξη πολιτικής καταστολής από την κυβέρνηση Ερντογάν, αλλά την πιο ισχυρή μέχρι σήμερα ένδειξη ότι η χώρα έχει οριστικά εγκαταλείψει την όποια προοπτική φιλελεύθερης δημοκρατίας για χάρη ενός εδραιωμένου αυταρχικού καθεστώτος.
Αυτό εκτιμούν Τούρκοι αναλυτές και σημειώνουν ότι η «λαίλαπα Τραμπ» έχει ανοίξει τον δρόμο για ενίσχυση των αυταρχικών δυναμικών σε όλο τον πλανήτη.
Αυτό που αποδείχθηκε, πάντως, ήταν ότι το καθεστώς Ερντογάν είχε «διαβάσει» πολύ καλά τη διεθνή συγκυρία, εκτιμώντας πως ούτε η Ε.Ε. ούτε οι ΗΠΑ πρόκειται να αντιδράσουν ουσιαστικά στη νέα αυταρχική στροφή του.
Και πράγματι, η απάντηση της Δύσης στον αυταρχισμό και στην καταστολή του Ερντογάν ήταν μια σχεδόν ένοχη σιωπή.
Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν ενδείξεις πως η σύλληψη του Ιμάμογλου έγινε με την ανοχή κάποιων δυτικών πρωτευουσών, καθώς ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες υποστήριζαν ότι η αμερικανική πρεσβεία στην Τουρκία ήταν εκ των προτέρων ενήμερη για τη σύλληψη.
H Ουάσιγκτον
Τις πληροφορίες αυτές ενίσχυσε και η ασυνήθιστα χλιαρή αντίδραση της Ουάσιγκτον. Η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τάμι Μπρους, απαντώντας σε ερώτηση για τη σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης… ενθάρρυνε την Τουρκία να «σεβαστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα», ενώ ανέφερε ότι «οι ΗΠΑ δεν θα σχολιάσουν τις εσωτερικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων άλλης χώρας».
Από την πλευρά της, η Ε.Ε. επέκρινε τις συλλήψεις, όμως σε πολύ ήπιους τόνους.
Στην κοινή τους δήλωση, η ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε. για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής, Κάγια Κάλας, και η επίτροπος Διεύρυνσης, Μάρτα Κοτς, υποστήριξαν ότι οι συλλήψεις «γεννούν ερωτήματα σχετικά με την προσήλωση της Τουρκίας στη μακροχρόνια δημοκρατική της παράδοση» και επεσήμαναν ότι «ο σεβασμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου είναι απαραίτητος για τη διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε.
Θα συνεχίσουν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των σχέσεων Ε.Ε. -Τουρκίας». Ούτε οι Βρυξέλλες ούτε κάποια μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα έδειξαν τη διάθεση να ασκήσουν οποιαδήποτε πίεση στην Αγκυρα.
Κοινή ήταν η διαπίστωση στα σχόλια του ευρωπαϊκού Τύπου, αμέσως μετά τη σύλληψη Ιμάμογλου, ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε την κατάλληλη χρονική στιγμή για να διενεργήσει «αυτή την απόπειρα πραξικοπήματος σε μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ» («FAZ»), καθώς γνωρίζει ότι πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες τον αντιμετωπίζουν πλέον ως απαραίτητο εταίρο σε μια σειρά από κομβικής σημασίας θέματα (από το μεταναστευτικό έως το συριακό ζήτημα και από το θέμα των ειρηνευτικών στρατευμάτων στην Ουκρανία έως τα σχέδια για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία), τον οποίο, μάλιστα, δεν θα πρέπει να δυσαρεστήσουν με τιμωρητικά μέτρα ή κυρώσεις.
Αυτή την περίοδο, οι καλές σχέσεις με την Αγκυρα είναι υψίστης σημασίας για μια σειρά από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, καθώς η ανησυχία ενόψει μιας πολύ πιθανής αποχώρησης των ΗΠΑ από την Ευρώπη έχει χτυπήσει «κόκκινο».
Αλλωστε, αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πολωνία, η Ρουμανία κ.ά., διατηρούν παραδοσιακά με την Αγκυρα δεσμούς στους τομείς της άμυνας και της οικονομίας.
Ακόμη και η Γαλλία του Μακρόν που είχε «παγώσει» τις σχέσεις της με την Τουρκία το τελευταίο διάστημα την έχει επαναπροσεγγίσει.
Στις χώρες αυτές καλοβλέπουν και προσβλέπουν σε μια συνεργασία με την Τουρκία, τουλάχιστον στον τομέα της άμυνας, την οποία θεωρούν πολύ πιο σημαντική από τα δικαιώματα της τουρκικής αντιπολίτευσης.
Το χρονικό
Το σοκ ήταν μεγάλο, αλλά η έκπληξη μικρή. Η νυχτερινή σύλληψη του Εκ. Ιμάμογλου, πολιτικού που έχει αναδειχθεί σε βασικό αντίπαλο του Ερντογάν, μαζί με 100 ακόμα άτομα του στενού και του ευρύτερου κύκλου του, πραγματοποιήθηκε χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς διαρροές, με τη συμμετοχή εκατοντάδων αστυνομικών.
Οι κατηγορίες; Υποστήριξη σε τρομοκρατική οργάνωση, συμμετοχή σε εγκληματικό δίκτυο και διαφθορά. Στο επίκεντρο των ερευνών βρέθηκε, μεταξύ άλλων, και ένα βίντεο που δείχνει στελέχη του CHP να μετρούν δεσμίδες μετρητών (περίπου 15 εκατομμύρια λίρες) τα οποία, σύμφωνα με την κυβέρνηση, συνδέονται με παράνομες χρηματοδοτήσεις.
Το κόμμα απαντά πως πρόκειται για προκαταβολή για αγορά γραφείων το 2019. Παράλληλα, ο Ιμάμογλου κατηγορείται για σχέσεις με το PKK, χωρίς ωστόσο να έχουν παρουσιαστεί σαφή αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με την αντιπολίτευση.
«Σε μια χώρα που η έννοια της “τρομοκρατίας” έχει καταστεί ένα εργαλείο ποινικοποίησης κάθε μορφής αντιπολίτευσης, αυτές οι κατηγορίες δεν προκαλούν εντύπωση, αλλά εντείνουν την αίσθηση απονομιμοποίησης του δικαστικού συστήματος», εκτιμούν συνομιλητές της «R» στην Τουρκία.
Καταστολή
Η απάντηση του κόσμου ήταν άμεση. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, της Αγκυρας, της Σμύρνης και άλλων μεγάλων πόλεων, φωνάζοντας συνθήματα κατά του καθεστώτος και υπέρ της απελευθέρωσης του Ιμάμογλου.
Από το Χατζέτεπε και το Μπιλκέντ στην Αγκυρα μέχρι το METU και το Ακντενίζ, οι φοιτητές πρωτοστάτησαν στις διαδηλώσεις, εκφράζοντας μια νέα γενιά που φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη της πολιτικής ανυπακοής. Η αστυνομία απάντησε με σπρέι πιπεριού, πλαστικές σφαίρες, δακρυγόνα και με δεκάδες συλλήψεις.
Ο νομάρχης της Αγκυρας διέκοψε ακόμα και τη λειτουργία των μέσων μεταφοράς για να εμποδίσει τη μαζική προσέλευση πολιτών στις πορείες.
Η Διεύθυνση Ασφαλείας ανακοίνωσε πως καταζητεί 242 πολίτες για «υποκίνηση μέσω κοινωνικών δικτύων», όπου και καταγράφηκαν πάνω από 18 εκατομμύρια αναρτήσεις με το hashtag #FreeImamoglu.
Ο πρόεδρος του CHP, Οζγκιούρ Οζέλ, κάλεσε τους Τούρκους πολίτες να συγκεντρώνονται κάθε βράδυ μπροστά στoν δήμο της Κωνσταντινούπολης.
Ο αυταρχισμός
«Η Τουρκία είχε μπει εδώ και καιρό στον δρόμο του δημοκρατικού εκφυλισμού. Ομως πλέον, μετά και τη σύλληψη του Ιμάμογλου, έχει περάσει σε μια εντελώς νέα φάση: εκείνη του γυμνού αυταρχισμού, χωρίς καν το φύλλο συκής μιας θεσμικής δημοκρατίας», είπαν στην «R» Ευρωπαίοι αναλυτές.
Το πραξικόπημα του 2016 αποτέλεσε το σημείο καμπής: έκτοτε, με πρόσχημα την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», το κράτος και ο Ερντογάν προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις, διώξεις και φίμωση κάθε ανεξάρτητης φωνής – από τα μέσα ενημέρωσης και τον ακαδημαϊκό χώρο μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το «σύστημα» φαίνεται πλέον να έχει κλειδώσει. Σύμφωνα με Τούρκους αναλυτές, η πολιτική στρατηγική είναι ξεκάθαρη: Με την εκκαθάριση των ισχυρότερων προσώπων του CHP, όπως ο Ιμάμογλου, το καθεστώς ελπίζει να αφήσει μια αποδυναμωμένη και ελεγχόμενη αντιπολίτευση.
Η δήλωση του Οζ. Οζέλ, πως «από εδώ και πέρα η πολιτική θα γίνεται στους δρόμους και στις πλατείες», επιβεβαιώνει πως ακόμα και το CHP εγκαταλείπει το κοινοβουλευτικό παιχνίδι.
Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό μπορεί ο κόσμος να μείνει στους δρόμους και πώς το CHP θα μπορέσει να κρατήσει σε εγρήγορση τους υποστηρικτές του, την ώρα που οι μνήμες της άγριας καταστολής των διαδηλώσεων του Γκεζί, το 2013, είναι ακόμα νωπές.
Η οικονομία
Η πολιτική κρίση είχε άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης κατέγραψε πτώση άνω του 7% μέσα σε λίγες ώρες από τη σύλληψη του Ιμάμογλου.
Οι συναλλαγές διεκόπησαν για ορισμένες ώρες τις δύο τελευταίες ημέρες. Η τουρκική λίρα βυθίστηκε, ενώ ο χρυσός και το δολάριο εκτοξεύτηκαν σε ιστορικά υψηλά. Η Morgan Stanley ανακοίνωσε πως αποσύρεται από το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στους διεθνείς επενδυτές.
Η πολιτική αβεβαιότητα αυξάνει το ρίσκο για την τουρκική οικονομία, η οποία ήδη βρίσκεται σε κρίση: πληθωρισμός άνω του 65%, ανεργία στους νέους που αγγίζει το 30% και αδιέξοδη νομισματική πολιτική από την Κεντρική Τράπεζα.
Το Κουρδικό
Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση, το κουρδικό ζήτημα επανέρχεται ως φάντασμα στο πολιτικό προσκήνιο.
Η κατηγορία πως ο Ιμάμογλου διατηρεί σχέσεις με το PKK είναι πολιτικά φορτισμένη, ενεργοποιώντας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά.
Ο Ερντογάν έχει χρησιμοποιήσει επί χρόνια το Κουρδικό ως μέσο πολιτικής διαχείρισης, άλλοτε προσεγγίζοντας το HDP (νυν DEM) και άλλοτε καταστέλλοντας αλύπητα τις κουρδικές διεκδικήσεις, πάντα με γνώμονα την πολιτική του επιβίωση.
Τώρα, επιχειρεί να μεταθέσει την εσωτερική δυσαρέσκεια προς έναν «εσωτερικό εχθρό», μετατρέποντας το Κουρδικό σε εργαλείο ελέγχου των εξελίξεων.
Ωστόσο, οι πιέσεις που ασκεί πλέον το καθεστώς και στους Κούρδους και κυρίως στο ΡΚΚ να αφοπλιστεί και να διαλυθεί, με τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί να καλεί το ΡΚΚ να πραγματοποιήσει συνέδριο στις 4 Μαΐου και να αυτοδιαλυθεί, δημιουργούν επιπλέον περιπλοκές στο ήδη χαοτικό πολιτικό σκηνικό.
Το κράτος και η κυβέρνηση δεν θέλουν να κάνουν καμία παραχώρηση και δεν δίνουν καμία προοπτική ούτε χρονοδιάγραμμα για δημοκρατικές αλλαγές, επιμένοντας ότι πρώτα θα πρέπει να αφοπλιστεί το ΡΚΚ και μετά θα εξεταστούν αυτές οι διαστάσεις.
Κάτι που προφανώς καθιστά την όποια πρόοδο στο Κουρδικό ιδιαίτερα δύσκολη.
ΓΙΑ ΕΥΡΩΑΜΥΝΑ – ΟΥΚΡΑΝΙΑ
Τηλεδιάσκεψη με τον «σουλτάνο»!
Την ώρα πάντως που στην Τουρκία επικρατεί αναταραχή και χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται στους δρόμους για να εκφράσουν την αντίθεσή τους στο «πραξικόπημα», η ηγεσία της Ε.Ε. χαϊδεύει τον Ερντογάν και τον προσκαλεί σε συζητήσεις για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας και τη στήριξη της Ουκρανίας.
Το βράδυ της Παρασκευής, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρουσία της επικεφαλής εκπροσώπου της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική, Κάγια Κάλας, οργάνωσαν τηλεδιάσκεψη με τη συμμετοχή του Ερντογάν, του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ και των πρωθυπουργών της Νορβηγίας Γιόνας Γκαρ Στορ και της Ισλανδίας Κιστρούν Φροσταντοτίρ.
Ο Α. Κόστα και η Φον ντερ Λάιεν ενημέρωσαν τους ηγέτες των χωρών αυτών, οι οποίες δεν ανήκουν στην Ε.Ε. αλλά υποτίθεται ότι ομονοούν με αυτή σε ό,τι αφορά την Ουκρανία και την Ε.Ε., για τις συζητήσεις που έγιναν στη Σύνοδο με αντικείμενο την υποστήριξη στην Ουκρανία και την ευρωπαϊκή άμυνα.
Ψάχνει ραντεβού στον Λευκό Οίκο για νέα παζάρια
Ο Ερντογάν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ, επιδιώκει και κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Αμερικανό Πρόεδρο στην Ουάσιγκτον για να επαναδιαπραγματευτεί την επάνοδο της χώρας του στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ευελπιστεί να λάβει πρόσκληση για επίσημη επίσκεψη στον Λευκό Οίκο μέχρι τα τέλη Απριλίου, επιχειρώντας να μεγιστοποιήσει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Αγκυρας στo νέο διεθνές σκηνικό και θέλοντας να επαναδιαπραγματευτεί την επάνοδο της χώρας του στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Ο Ερντογάν θεωρεί ότι οι στενότεροι δεσμοί ΗΠΑ – Τουρκίας είναι ζωτικής σημασίας για την περιφερειακή σταθερότητα.
Η Αγκυρα επιδιώκει να έχει μεγαλύτερο διαμεσολαβητικό ρόλο στις συγκρούσεις σε Ουκρανία και Συρία, την ώρα που οι σχέσεις της με την Ουάσιγκτον δεν είναι και οι καλύτερες.
Στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, οι ΗΠΑ έχουν συμμαχήσει με μια συριακή κουρδική πολιτοφυλακή την οποία η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατική ομάδα, με την Αγκυρα να έχει επικρίνει έντονα τη στάση της Ουάσιγκτον, χαρακτηρίζοντάς την «προδοσία» ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, η Τουρκία αγόρασε το 2019 τα ρωσικά συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας S-400, κάτι που οδήγησε επίσης σε κυρώσεις των ΗΠΑ και στην απομάκρυνση της χώρας από το πρόγραμμα μαχητικών αεροσκαφών F-35.
Συνομιλία
Την περασμένη Κυριακή υπήρξε η πρώτη τηλεφωνική συνομιλία Τραμπ – Ερντογάν, στη διάρκεια της οποίας συζητήθηκαν οι προσπάθειες για τον τερματισμό του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας και η αποκατάσταση της σταθερότητας στη Συρία.
Ο Τούρκος Πρόεδρος, σύμφωνα με την ανακοίνωση, είπε στον Αμερικανό ομόλογό του ότι η Αγκυρα υποστηρίζει τις «αποφασιστικές και άμεσες πρωτοβουλίες» του για τον τερματισμό του πολέμου και θα συνεχίσει να προσπαθεί για μια «δίκαιη και διαρκή ειρήνη».
Το πρακτορείο Bloomberg, επικαλούμενο Τούρκους αξιωματούχους, αποκάλυψε ότι ο Ερντογάν επιδιώκει συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα «Hurriyet», ο Αμερικανός Πρόεδρος φέρεται να είπε: «Σας εμπιστευόμαστε στην περιοχή. Ο πρέσβης είναι στη διάθεσή σας, μπορείτε να επικοινωνήσετε απευθείας μαζί του. Μην αναζητήσετε άλλον μεσάζοντα. Θα μπορούσα να κάνω μια ανταποδοτική επίσκεψη χωρίς μεγάλη καθυστέρηση».
Τα προαναφερθέντα δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ από τον Λευκό Οίκο, καθώς δεν υπήρξε σχετική ανακοίνωση που συνήθως ακολουθεί παρόμοιες τηλεφωνικές επικοινωνίες.
O Tούρκος Πρόεδρος, στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Τραμπ, φέρεται να συζήτησε και θέματα αμυντικής βιομηχανίας μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ, αλλά και για το F-35 Lightning II.
Στην ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας αναφέρθηκε ότι «ο Ερντογάν δήλωσε ότι αναμένονται βήματα από τις ΗΠΑ στη νέα περίοδο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας με κατανόηση που λαμβάνει υπ’ όψιν τα συμφέροντα της Τουρκίας και ότι είναι απαραίτητο να τερματιστούν οι κυρώσεις CAATSA και να οριστικοποιηθούν η διαδικασία προμήθειας F-16 και η εκ νέου συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα συνεργασίας των δύο χωρών στον τομέα της άμυνας».
Η απόφαση σχετικά με το εμπάργκο των F-35 κατά της Τουρκίας, που ενέκρινε η Γερουσία των ΗΠΑ την 1η Αυγούστου 2018, εγκρίθηκε από τον Τραμπ και τέθηκε σε ισχύ στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους.
Σε ό,τι αφορά το ρωσικό σύστημα S-400, η τελευταία επίσημη ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όταν κατά καιρούς υπήρχαν φήμες και διαρροές για επάνοδο της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, ήταν σαφής: «Οι ΗΠΑ δεσμεύονται να εφαρμόσουν σθεναρά τις κυρώσεις CAATSA για να αποτρέψουν τις εξαγωγές όπλων που προσφέρουν στη Ρωσία έσοδα, πρόσβαση και επιρροή. Οι απαιτήσεις για την αγορά των μαχητικών F-35 από την Τουρκία είναι γνωστές και η πολιτική μας δεν έχει αλλάξει. Η συνεχιζόμενη διαλειτουργικότητα της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ παραμένει κρίσιμη προτεραιότητα των ΗΠΑ».
Τα ερωτήματα
Δύο είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν: αν ο Ερντογάν απομακρύνει τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα και αν ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να άρει τις κυρώσεις.
Η απάντηση είναι ότι ο Τραμπ μπορεί να άρει τις κυρώσεις, αλλά δεν μπορεί να ακυρώσει τον νόμο CAATSA, που ψηφίστηκε για να «χτυπήσει» τη ρωσική πολεμική βιομηχανία.
Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός Πρόεδρος μπορεί να εκδώσει μια προεδρική οδηγία ισχυριζόμενος ότι δεν θεωρεί την αγορά των S-400 παραβίαση του νόμου CΑΑTSA.
Πριν από την επάνοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ήδη από το 2023 η Αγκυρα επιχειρούσε να καθησυχάσει τις φιλελεύθερες ελίτ στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες και να συνάψει ευνοϊκές συμφωνίες για την τεχνολογία και το εμπόριο.
Το ερώτημα τώρα είναι εάν η Αγκυρα θα μπορέσει να συνδεθεί με τη νέα ομάδα Τραμπ με ουσιαστικό τρόπο. Μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα μπορούσε να ευνοήσει τον Ερντογάν και το είδος της πολιτικής που εκπροσωπεί.
Οι φιλελεύθερες νόρμες και οι θεσμοί είναι πιθανό να αμβλυνθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, ενώ, αντιθέτως, η εθνική κυριαρχία και η στρατιωτική ισχύς θα ενταθούν.
Πολλοί στην Αγκυρα αναμένουν τη στιγμή που τα σύνορα θα επανασχεδιαστούν και θα γίνουν ιστορικές συμφωνίες από κυρίαρχους ηγέτες που θα διαπραγματεύονται κεκλεισμένων των θυρών.
Ορισμένοι στρατηγοί που βρίσκονται δίπλα στον Τραμπ και στον Ερντογάν έχουν υποστηρίξει ότι τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Τουρκίας και των ΗΠΑ ευθυγραμμίζονται, γεγονός που δυνητικά οδηγεί σε μια ισχυρή εταιρική σχέση.
Βραχυπρόθεσμα, η Τουρκία θα μπορούσε να βοηθήσει τη νέα ομάδα του Τραμπ να προσεγγίσει τη Ρωσία και να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ενώ η Τουρκία πιθανότατα θα διαμαρτυρηθεί για την ενεργοποίηση του Ισραήλ από την Ουάσιγκτον, θα μπορούσε να διαπραγματευτεί την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συρία και τον μεγαλύτερο έλεγχο στο Ιράκ, στην ανατολική Μεσόγειο και σε άλλα εδάφη όπου εμπλέκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τραμπ φαίνεται επίσης να ενδιαφέρεται να συνεχίσει να περιορίζει την ιρανική επιρροή στη Μέση Ανατολή, η οποία έχει ήδη λειτουργήσει υπέρ της Αγκυρας και θα μπορούσε να συνεχίσει να είναι ένας τομέας συνεργασίας.
Η θεαματική πτώση του καθεστώτος Ασαντ και η άνοδος των υποστηριζόμενων από την Τουρκία ανταρτών στη Δαμασκό καθιστούν την Αγκυρα σημαντικό παίκτη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.