«Η ιδιότητα μου σε αυτό φεστιβάλ (σ.σ. Φεστιβάλ Κύματα) είναι αυτή του υπεύθυνου για τα Q&A και τις μεταφράσεις αλλά και όλο αυτό που περιλαμβάνει αυτή η δουλειά. Αυτήν τη δουλειά την κάνω πρώτη φορά και το απολαμβάνω πολύ.
Ξεκίνησε από πέρσι αυτό, που χρειάστηκε να κάνω κάποια Q&A εκτάκτως χωρίς να μου έχει ανατεθεί κάτι τέτοιο γιατί δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό και τους άρεσε και μου είπαν να το κάνουμε κανονικά και φέτος, οπότε θα το κάνω και φέτος. Επίσης θα παίξω μουσική σήμερα στην τιμητική αυτή βραδιά για τον Ένιο Μορικόνε. Θα κάνω ένα πρόγραμμα με Ιταλικά ελαφρά τραγούδια των 60s που μου αρέσουν πολύ και όλα αυτά στην Κεφαλονιά», είπε στην αρχή της συνάντησης μας, εξηγώντας το ρόλο του στο φεστιβάλ.
Πέρυσι ήταν η πρώτη σου χρονιά στο Φεστιβάλ;
Ήταν η πρώτη μου χρονιά πέρυσι στο φεστιβάλ και αυτό που αυτομάτως ξεχώρισα ήταν η επιλογή των ταινιών και των αφιερωμάτων στο Σέρβικο σινεμά πέρυσι, με αυτό το πολύ ιδιαίτερο πικρόχολο χιούμορ τους, το οποίο είναι ένα σινεμά που δεν το συναντάμε σε ρετροσπεκτίβες άλλων φεστιβάλ, οπότε αυτό που κατάλαβα είναι ότι τα κύματα έχουν να συμπληρώσουν ένα κενό και αυτό γίνεται και φέτος. Δεν νομίζω ότι έχει γίνει πρόσφατα κάποιο αφιέρωμα στον Βιτόριο ντε Σέτα το οποίο είναι ευτύχημα ειδικά για τύπους σαν κι εμένα που είναι λίγο αρρωστάκια με το Ιταλικό σινεμά και θέλουν να συμπληρώσουν όλες τις ψηφίδες που τους λείπει από την ιστορία τους. Επίσης, υπάρχουν προβολές ξεχωριστών Ιταλικών ταινιών του σήμερα, θα γίνει και η προβολή του Ένιο με την παρουσία του βιογράφου του Μορικόνε. Είναι ένα ευτύχημα όλο αυτό.
Το Φεστιβάλ καινοτόμησε φέτος με ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα ταινιών μικρού μήκους, το οποίο και μας σχολίασε.
«Να πω καταρχάς πως υπάρχει ένα πρόγραμμα ταινιών μικρού μήκους φέτος, το οποίο είναι εξαιρετικό γιατί είμαι και στην κριτική επιτροπή, οπότε είδα όλες τις ταινίες που συμμετέχουν. Όλες οι ταινίες είναι προσεκτικά διαλεγμένες. Είναι ευτύχημα που υπάρχει αυτό το τμήμα γιατί έτσι βρίσκουν και μια δίοδο κάποιες ταινίες, οι οποίες ενδεχομένως να μην περνούσαν σε άλλα φεστιβάλ. Όπως αυτό της Δράμας για παράδειγμα, όπου κόβονται πολλές ταινίες κάθε χρόνο και συνήθως όχι για την αξία τους, οπότε είναι καλό που υπάρχουν κι’ άλλες διέξοδοι για αυτές τις ταινίες. Είναι πολύ σημαντικό το ότι το φεστιβάλ ζητά τη συμμετοχή του κόσμου σε αυτό, δηλαδή θεσμοθετεί ένα βραβείο κοινού γιατί ουσιαστικά κάπως έτσι εκπαιδεύεις τον κόσμο σου. Κάπως έτσι εκπαιδεύεις το κοινό σου. Είμαι σίγουρος πως κάθε χρονιά που θα περνάει οι ταινίες θα είναι ολοένα και πιο απαιτητικές και το κοινό ενδεχομένως και πιο εκπαιδευμένο στο πώς να τις αντιμετωπίσει. Ουσιαστικά δηλαδή εκπαιδεύεις στο κοινό στην σύνθετη κινηματογραφική γλώσσα».
Ο στόχος και η αγωνία του ήταν αποκλειστικά μία: Να εμπλέξει το κοινό σε έναν ουσιαστικό διάλογο με τους δημιουργούς.
«Η αλήθεια είναι πως στο τέλος κάθε προβολής ο κόσμος είναι διστακτικός στο να κάνει ερωτήσεις στα λεγόμενα αυτά Q&A το οποίο πλάκα γιατί βλέπεις ότι το κοινό συμμετέχει στις προβολές, βλέπεις ότι το κοινό γουστάρει που είναι εδώ, βλέπεις ότι το κοινό ενδεχομένως να έχει πράγματα που θα ήθελε να ρωτήσει ούτως ή άλλως και το «Άννα», (σ.σ. η ταινία που προβλήθηκε μια μέρα πριν τη συνέντευξη μας) ήταν μια ταινία η οποία πατάει και σε πράγματα που είναι και της ελληνικής πραγματικότητας. Εδώ ο ρόλος του curator αν μπορώ να με πω έτσι, είναι να βάλει λίγο τον κόσμο στο παιχνίδι, γι’ αυτό και πάντα τις πρώτες ερωτήσεις τις κάνω εγώ ίδιος. Πρέπει να σκεφτώ κατά την διάρκεια της προβολής, 2-3 ερωτήσεις, όχι τόσο για να ξεκλειδώσω τον σκηνοθέτη που τα έχει έτοιμα, αλλά για να ξεκλειδώσω το κοινό γιατί πολλές φορές η μία απάντηση ενός σκηνοθέτη πάνω σε κάτι που τον ρωτώ εγώ, ανοίγει μια πόρτα σε μια δεύτερη, σε μια τρίτη ερώτηση, όποτε κοιτάζεις πάντα να είναι οι αρχικές σου ερωτήσεις τέτοιες ώστε να ανοίγουν πόρτες και στους διστακτικούς που θέλουν να πουν και είναι με το χεράκι λίγο έτσι».
Και συνέχισε αναφέροντας: «Σίγουρα ο κινηματογράφος είναι κάτι που έτσι όπως ενώνει όλες τις τέχνες απασχολεί και όλους τους καλλιτέχνες ή όλους τους ανθρώπους που τους ενδιαφέρουν οι τέχνες, ανεξαρτήτως από ποια τέχνη ξεκινάνε, ποια είναι η αφετηρία τους δηλαδή. Το ζητούμενο είναι να βάλεις τον κόσμο μέσα στο κόλπο. Το ζητούμενο είναι να μην τουλάχιστον για μένα να μη νιώθει κανείς ότι τον δασκαλεύω, να μη νιώθει κανείς ότι κηρύττω ή του κουνάω το δάχτυλο, λίγο να τους βάλω όλους μέσα στο παιχνίδι. Αυτό που με ενδιαφέρει εμένα δεν είναι να υποδεικνύω δασκαλίστικα τι και πως, στην χειρότερη περίπτωση απλά να είμαστε όλοι σε ένα μεγάλο τραπέζι και απλά να κάθομαι στην κεντρική καρέκλα απλά και μόνο για να δίνω οδηγίες, ποιος μιλάει πρώτος ας πούμε και να μην επικρατεί χάβρα κυρίως αυτό. Πρώτον, να μην επικρατεί χάβρα και δεύτερον να διασκεδάσουμε, να γίνεται φανερό δηλαδή πως εδώ δεν είμαστε για να εκπαιδευτούμε, αν και εκπαιδευόμαστε ούτε για να διδαχθούμε αν και διδαχόμεθα. Πρέπει να βάλεις τον κόσμο μέσα στο παιχνίδι, να δείξεις στον κόσμο ότι το σινεμά εκτός και από μία μεγαλειώδη, μια σπουδαία τέχνη είναι και ένα παιχνίδισμα των αισθήσεων. Είναι αυτό που έλεγε κάποτε ο Νίκος ο Παναγιωτόπουλος, ότι είχε πάει στη Δράμα και έχει ένας σκηνοθέτης να παραλάβει το βραβείο του και λαμβάνοντας το είπε «Ελπίζω να ξέρετε πως δεν έκανα αυτή την ταινία επειδή έτσι μου κάπνισε» και Παναγιωτόπουλος είπε «Τι ωραία που θα ήταν να κάναμε όλοι ταινίες επειδή μας κάπνισε», δηλαδή το παιχνίδι είναι πάρα πολύ σημαντικό στο να ξεκλειδώνει το μυστήριο μιας τέχνης σε κάποιον που δεν έχει έρθει για να διδαχθεί, έχει έρθει απλά να περάσει καλά».
Αναφερόμενος στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Κύματα, υπογράμμισε το κοινό που τους συνδέει· την αγάπη τους για τον κινηματογράφο.
«Ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση γιατί έρχεται σε σένα με μια γνώση, μια βαθιά γνώση του κινηματογράφου. Είναι αδημαϊκός που γνωρίζει σκηνοθέτες, ρεύματα αλλά από την άλλη έρχεται και σαν ένα πολύ χαρούμενο παιδί που είναι μπροστά ας πούμε στα χριστουγεννιάτικα δώρα του και θέλει όλος χαρά να μοιραστεί μαζί σου αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα. Είναι η ψυχή του φεστιβάλ και νομίζω πως ο Μαρίνος από μόνος του βοηθάει κι’ όλους εμάς λίγο να μπαίνουμε στην σωστή νοοτροπία, το παιχνίδι που έλεγα πριν. Ο Μαρίνος νομίζω πως βλέπει το φεστιβάλ σαν ένα μεγάλο παιχνίδι, σαν κάτι που το φτιάχνει κομμάτι-κομμάτι και μετά το απολαμβάνει. Θα το ξαναπώ ευτύχημα αυτό που κάνει γιατί διαλέγει ταινίες που δεν θα έφερνε κανείς, ταινίες που είναι εκτός ρεύματος off trend Φεστιβαλικών, αλλά για αυτό όταν τις βλέπεις λίγο χαζεύεις και λες «Τι βλέπω τώρα; Από που ήρθε αυτό»; Γιατί είναι ταινίες που είναι τόσο απομακρυσμένες από τις φεστιβαλικές τρέχουσες μόδες που μοιάζουν με μεταμοντέρνες, είναι σαν να βλέπεις ένα κομμάτι του σινεμά για πρώτη φορά».
Το καλοκαίρι που πέρασε ήταν ιδιαίτερα δυνατό για την καλοκαιρινή έκδοση του Φεστιβάλ του “Midnight Εxpress”, της σειράς cult αλλά και δημοφιλών ταινιών που δύσκολα κάποιος έχει τη δυνατότητα να τις βλέπει στη μεγάλη οθόνη.
«Όσον αφορά το midnight express (το καλοκαίρι προβάλλαμε), το “ Black Sabbath” του Μάριο Μπάβα… τα 2 πρώτα “Indiana Jones” αλλά και το “Blade” που τώρα με Marvel γυρίζεται και ένα ριμέικ. Ο κόσμος έδειξε να γουστάρει πάρα πολύ τις παλιές ταινίες, οπότε είπα να το κάνουμε».
Από τότε μας είχε αναφέρει εμπιστευτικά (και για αυτό αργήσαμε να ανεβάσουμε τη συνέντευξη του), ότι θα αναλάβει αυτό το μεγάλο εγχείρημα που ονομάζεται Cinobo Πατησίων (πρώην κινηματογράφος Αλεξάνδρα).
«Tο μεγάλο πείραμα θα ξεκινήσει μέσα Οκτωβρίου, όπου θα αναλάβω τον προγραμματισμό του κινηματογράφου «Αλεξάνδρα» στην Πατησίων, αλλά θα ένας πραγματισμός διαφορετικός από τους άλλους, δηλαδή θα έχουμε 3 προβολές τις καθημερινές και 4 προβολές τα Σαββατοκύριακα, εκ των οποίων οι 2 κάθε μέρα θα είναι ταινίες που θα επιλέγω εγώ αφιερώματα, ρετροσπεκτίβες. Είναι μέσα στις προθέσεις μας, το κυνηγάμε τώρα συζητάνε με την πρεσβεία για ένα μεγάλο αφιέρωμα σε όλες τις ταινίες των στούντιο Ghibli για 2 εβδομάδες. Σίγουρα θα παιχτούν όλες τις ταινίες του Τζόναθαν Γκλέιζερ, του Πολ Τόμας Άντερσον, του Τζιν ζάρμους. Σίγουρα το Midnight Express θα συνεχιστεί εκεί με πολύ ακραία φιλμ, τα οποία ήθελα πάντα να προγραμματίσω και τώρα νομίζω ότι ήρθε η ώρα, αλλά γενικώς το χειμώνα θα είμαι αποκλειστικά στην Αλεξάνδρα. Είναι ένα πείραμα αυτό. Ελπίζω να πετύχει».
Μια από τις λιγότερο γνωστές του ιδιότητες ήταν και αυτή του παραγωγού/εισαγωγέα συλλεκτικών βινιλίων με κινηματογραφικά soundtracks που έβγαιναν σε αριθμημένα αντίτυπα.
«Αναφορικά με τα soundtracks ήταν μια ιδέα που ήρθε σε μένα την περίοδο του Covid, δηλαδή μόλις έκλεισαν οι αίθουσες λέω κάτι πρέπει να κάνω και επανεκδόσαμε 2 κλασικά soundtracks, το Suspiria των Γκόμπλιν και του Μαρκέλ Πολιτσιότο του Στέλβιο Τσιπριάνι, ένα soundtrack το οποίο είχε κατακερματιστεί έτσι όπως το άκουγα σε άπειρα χιπ χοπ και τραπ ηχογραφήματα και λέω καλό θα ήταν να βγει. Εξαντλήθηκαν αυτά πάρα πολύ γρήγορα είναι αλήθεια. Το πρόβλημα είναι ότι η τιμή του βινυλίου διαρκώς ανεβαίνει. Όσο ήμασταν στις αρχές του κοβιντ ένιωθα άνετα με το να πωλούνται αυτοί οι δίσκοι για 25-26€, τώρα το να κοστολογείται ένας δίσκος, μονός δίσκος πάνω από 30€ , έτσι όπως έχουν πάει οι τιμές το βρίσκω λίγο κλοπή και για αυτό είμαι λίγο συγκρατημένος γιατί προσπαθώ να δω από που μπορώ να κόψω έξοδα ή που θα μπορούσε να βρεθεί μια χορηγία ώστε να κυκλοφορήσουν οι υπόλοιποι δίσκοι που περιμένουν στη σειρά, που ανάμεσά τους είναι Προφόντο Ροσο των Γκόμπλιν είναι όμως και όλες οι μουσικές που έγραψε ο Μιχάλι Βιγκ για τις ταινίες του Μπελατάρ, δηλαδή αυτά όλα είναι στο πρόγραμμα. Απλά περιμένω τον κατάλληλο, την κατάλληλη στιγμή».