Αν μπορούσε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας να ήμασταν εμείς, τότε θα έπρεπε κάθε παγιωμένη πεποίθηση να έσβηνε από τον εγγεγραμμένο χάρτη του παγκοσμίου DNA. Με αυτό ως δεδομένο, η Ντέμυ Μουρ και η Μάργκαρετ Κουάλευ αποδέχτηκαν την ευκαιρία να είναι η μία η προέκταση της άλλης στο παράξενο, κωμικό, ειρωνικό, προφητικό θρίλερ «The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης».
Η πρώτη, ως πετυχημένη αστέρας του Hollywood συνειδητοποιεί ότι το τέλος της καριέρας προδιαγράφεται από την αρχή από την αύξηση του ορίου της ηλικίας. Δυστυχώς όμως η περσόνα που κρυβόταν πίσω από τη χαρακτηριστική (και χαρακτηρισμένη) μορφή της, δεν είναι η δημόσια εικόνα (και η καριέρα), αλλά το φάντασμα μιας κάποιας γκρίζας ζώνης που οι επιθυμίες μας και οι προθέσεις των άλλων συγκρούονται σε μάχη σώμα με σώμα με μοναδικό θύμα την αντίληψη μας για την πλασματική πραγματικότητα που εξυπηρετούσε το εγώ μας.
Η δεύτερη, αποτέλεσμα της χρήσης ενός ελιξηρίου, μια ομορφότερη-νεότερη-ακμαιότερη-θρασύτερη-ατσαλάκωτη εκδοχή της πρώτης, έχοντας το ακαταλόγιστο της νεότητας και των δώρων της, στερούμενη σεβασμού των κανόνων φύσης και χημείας, γίνεται «η καταδίκη της διόρθωσης».
Μάργκαρετ Κουάλεϋ
Γιατί άραγε μια ταινία που στηρίζεται στο fun της αλλά και τη βαναυσότητα ψυχής και σώματος (και τα δύο σε άψογα οπτικοποιημένη φόρμα), να θέλει να πάει ακόμα πιο βαθιά στις πολύ-βιασμένες ηρωίδες που αναζητούν λύτρωση;
Για όσους είδατε ήδη την ταινία, και δεν πήρατε απαντήσεις, είμαστε εμείς εδώ για εσάς. Συναντήσαμε διαδικτυακά τις πρωταγωνίστριες, κάναμε τις δικές μας ερωτήσεις, ακούσαμε και τις ερωτήσεις άλλων συναδέλφων από όλο τον κόσμο και είμαστε εδώ για να σας τις παρουσιάσουμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Μετά από μια τόσο παραγωγική καριέρα, τι ήταν αυτό το σενάριο που σας άγγιξε και σας έκανε να θέλετε να συμμετάσχετε στο «The Substance: Το Εληξίριο της Νιότης»;
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Ήταν μια απολύτως πρωτότυπη προσέγγιση στο θέμα, κάτι που με τρόμαξε αρκετά, σε βαθμό μου γνώριζα [προκαταβολικά] ότι θα με ωθήσει εκτός της ζώνης ασφάλειας μου. Ο χαρακτήρας που κλήθηκα να υποδυθώ ήταν επίσης ολοκληρωμένος και πολύπλοκος, αλλά και πολύ πρωτότυπος. Νομίζω ότι αυτό που εξερευνάει [σ.σ. η ταινία] είναι η ιδέα όχι μόνο της γήρανσης, αλλά και της βίας που μπορεί να ασκήσουμε στον εαυτό μας, ένα τεράστιο ανθρώπινο ζήτημα που μοιραζόμαστε όλοι. Απλώς δεν ήξερα αν θα λειτουργήσει [το αποτέλεσμα]. Αυτό ήταν το ζητούμενο. Τώρα [σ.σ. που την είδαμε] νομίζω ότι μπορούμε να πούμε ότι κατάφερε το στόχο της.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Είχατε την ευκαιρία να κάνετε πρόβες με τη Ντέμι πριν από τα γυρίσματα της ταινίας. Πώς ήταν οι συζητήσεις σας σχετικά με την ταινία και τους ρόλους σας;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Νομίζω ότι κάναμε αρκετή προετοιμασία , όμως σε διαφορετικούς τομείς εγώ και σε διαφορετικούς εκείνη. Για μένα, η προετοιμασία αφορούσε πολύ την φυσικότητα της Σου και το πώς να αποδώσω μέσα από το σώματ της την κινησεολογία. Προσπαθούσα να βρω [κινησεολογικά] μια μορφή που να εκπροσωπεί την ιδέα της τελειότητας όπως την φαντάζεται ένας άντρας. Ταυτόχρονα, για μένα, η εμπειρία αφορούσε πολύ το πώς να αισθανθώ το σώμα μου να κινείται άνετα ανάμεσα στον κόσμο χωρίς πόνο. Έκανα πολύ γιόγκα για να καταφέρω να μπω στον κόσμο της σαν πλήρως εύπλαστη και ευκίνητη, χωρίς να κουβαλάω καμία εμπειρία ή πόνο.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Ναι, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος (σ.σ για τη Μάργκαρετ). Καθώς μιλούσες σκεφτόμουν, τις δραστηριότητες που κάναμε μαζί. Δουλέψαμε με κάποιον (στην προετοιμασία) που μας έβαλε να χρησιμοποιήσουμε μια μπάλα. Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος σκοπός, αλλά μόνο να εμβαθύνουμε τη σύνδεσή μας. Συμφωνώ με τη Μάργκαρετ που απαιτούσε ελάχιστη συζήτηση. Ήταν σχεδόν σαν να μας συνέδεε η εμπιστοσύνη της μίας στην άλλη, χωρίς να χρειάζεται να το αναλύσουμε υπερβολικά.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Είναι αστείο, αλλά ήταν ενστικτώδες αυτό που κάναμε, απλά δεν το προσδιορίσαμε. Μοιραζόμασταν τις εμπειρίες μας και χτίζαμε (τους χαρακτήρες) η μία πάνω στην άλλη. Όμως συμβαίνει αυτό.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι απίστευτο γιατί είναι τόσο αρμονική η απόδοση και των δύο σας, αλλά πρόκειται για έναν χαρακτήρα. Εννοώ, μπορεί να υπάρχει μια ραφή στην πλάτη της Ντέμι στην ταινία, αλλά είστε ένα.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Εκτός αυτού, νομίζω ότι υπήρξε μια ευθραυστότητα σε αυτό. Μπήκαμε στη διαδικασία με πολλές προετοιμασίες, συζητώντας για το πώς θα έμοιάζε αυτό οπτικά. Ήταν σημαντικό να γνωρίζουμε την εστίαση της σκηνοθέτι μας, καθώς είναι και οπτικός συγγραφέας της ιστορίας μας. Έπρεπε πραγματικά να υποστηρίξουμε η μία την άλλη σε αυτήν τη σωματική και συναισθηματική ευθραυστότητα, γιατί ήμασταν σε δύο ξεχωριστές διαδρομές, που έπρεπε να κρατήσουν -η μία για την άλλη- την ισορροπία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σας «τρόμαξαν» αυτά που υπογραμμίζει η ταινία για την ομορφιά και το Χόλιγουντ ή τις πιέσεις για τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης εικόνας;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Νομίζω ότι ένας από τους λόγους που με τράβηξε αυτό το σενάριο είναι γιατί μιλάει για θέματα -που δυστυχώς- είναι πολύ παρόντα στη ζωή όλων, και παρουσιάζονται με έναν κομψό και φανταστικό τρόπο που τα κάνει… συναρπαστικά [;]. Μεγάλωσα θέλοντας να γίνω χορεύτρια και μετά δούλεψα ως μοντέλο για λίγο διάστημα της ζωής μου, και μετά ξεκίνησα να παίζω σε ταινίες. Σε κάθε βήμα της πορείας μου, υπήρξε μια απίστευτη πίεση για το να είσαι «τέλεια» ή να υπερβείς αυτό που ήταν ήδη κορυφαίο. Ειδικά στον κόσμο του χορού, υπάρχει μια -και μόνο- πολύ συγκεκριμένη εικόνα προς την οποία [οι χορευτές] προσανατολίζεσαι. Είμαι πολύ τυχερή που ζω σε μια εποχή που τόσα πολλά από αυτά τα πρότυπα καταρρίπτονται… και επαναστατούν. Είμαι, επίσης, ευγνώμον που βρίσκομαι εδώ τώρα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι όλοι αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα σε κάποιο βαθμό στη ζωή τους. Η υποκριτική της Σου σίγουρα ήταν σαν να μπαίνω «στο μάτι της καταιγίδας». Ήταν προκλητικό σε ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο… και κάπως εξαντλητικό. Είμαι χαρούμενη που χρειάστηκε να τα αντιμετωπίσω όλα αυτά με τον άμεσο τρόπο. Αισθάνομαι γι’ αυτό πιο δυνατή, αλλά νομίζω ότι, παρόλο που ο κόσμος είναι καλύτερος από ό,τι ήταν πριν από 10 χρόνια -και ελπίζω ότι θα γίνεται καλύτερος και πιο εύκολος-, υπάρχουν ακόμα πράγματα που οι γυναίκες και οι άνδρες θα συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ντέμυ, η ίδια ερώτηση για σένα: Άλλαξε η προοπτική σου σχετικά με τα πρότυπα ομορφιάς στο Χόλιγουντ;
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Δεν ξέρω αν άλλαξε η προοπτική μου για τα πρότυπα ομορφιάς. Νομίζω ότι είναι μια αντανάκλαση των προτύπων που έχουν ισχύσει μέχρι τώρα. Και σε πολλές περιπτώσεις, με έναν ανεπίσημο τρόπο, υπήρξε μια «συνειδητή συμφωνία», κάτι σαν «σιωπηρή συμφωνία». Αυτό που νομίζω ότι έκανε για μένα ήταν να επεκτείνει αυτή την ιδέα για τις συνθήκες στο Χόλιγουντ και στην κοινωνία συνολικά. Αλλά πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που έχουμε συμφωνήσει ως γυναίκες, αυτή η ιδέα ότι καθώς γερνάμε, μπαίνουμε σε δεύτερο πλάνο ή γινόμαστε λιγότερο επιθυμητές ή λιγότερο πολύτιμες. Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει μια συλλογική συνείδηση. Και μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας αυτής της ταινίας, μου επιτράπηκε, σε προσωπικό επίπεδο, να εξετάσω αυτές τις «περιοχές κρίσης» που κρατούσα για τον εαυτό μου, όπου πίεζα και κρατούσα τον εαυτό μου σε αυτά τα πρότυπα που δεν είναι απαραίτητα ρεαλιστικά. Αντίθετα, εστίασα και γιόρτασα όλα όσα είμαι, αντί να εστιάζω σε όσα δεν είμαι. Νιώθω ότι αυτό ήταν ένα από τα πιο ισχυρά μέρη αυτής της ταινίας. Για να το απαντήσω με απλά λόγια, αισθάνομαι ότι αποχώρησα λίγο πιο απελευθερωμένη από αυτή την εμπειρία (…) [γιατί] είμαστε άνθρωποι. Και […] είμαστε εδώ, κάνουμε προώθηση της ταινίας, καθόμαστε σε αυτές τις καρέκλες. Αυτή η ιδέα ότι το Χόλιγουντ εντείνει αυτό το θέμα· είναι αλήθεια. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι μπορούμε να συμβάλλουμε στη δημιουργία μιας πολιτιστικής αλλαγής, απλώς επεκτείνοντας τη συνείδηση, κάνοντας κάτι που είναι προκλητικό και προκαλεί συζητήσεις. Πριν λίγο καιρό, ενώ ήμουν σε πτήση, μια αεροσυνοδός, ήρθε και μου είπε: «Είδα την ταινία σας, ήσασταν καταπληκτική». Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό με έκανε να σταματήσω και να σκεφτώ: τι κάνω στον εαυτό μου; Πώς μπορώ να αλλάξω τελείως το πόσο αυστηρή ήμουν με όλα αυτά: τις δίαιτες και τις προσπάθειες [σ.σ. να διατηρηθώ στα επιβαλλόμενα πρότυπα] Και ένιωσα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να έχω από αυτή την εμπειρία: να ξέρω ότι πραγματικά είχε αντίκτυπο στο πώς κάποιος βλέπει τον εαυτό του.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ακριβώς, και αυτό είναι το μέρος της τέχνης που αναζητά την αλήθεια. Όταν η αλήθεια αντηχεί -αν μπορεί να μεταφραστεί σε πιο βαθύ επίπεδο- τότε είναι μόνο αυτό στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ήταν μια πολύ τολμηρή ταινία και επιλογή να υποδυθείς έναν τέτοιο ρόλο. Ποια ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησες ότι μπορούσες να εμπιστευτείς απόλυτα την τη σκηνοθέτι σου;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Έγινε σύντομα γιατί (…) ήταν μια πολύ προσωπική ιστορία για εκείνη. Νομίζω ότι εμπιστεύτηκα το υλικό της μόλις το διάβασα. Πιο πολύ απ’ όλα, αφορούσε την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, την δέσμευση και την ικανότητα να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, και να μπορώ να τα δώσω όλα. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό. Νομίζω ότι πραγματικά εμπιστεύτηκα την ιστορία που ήθελε να δημιουργήσει. Στο χαρτί, αυτό ήταν κάτι που θα μπορούσε να είναι πραγματικά καταπληκτικό και ήταν πέρα από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς· όμως θα μπορούσε επίσης να είναι μια αποτυχία. Ως προς το οπτικό μέρος, την εμπιστεύτηκα απόλυτα μόνο όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά στις Κάννες.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς είναι να ενσαρκώνεις έναν χαρακτήρα που εκπροσωπεί την ομορφιά που πολλές γυναίκες θέλουν να έχουν, αλλά ταυτόχρονα αυτή η ομορφιά να είναι εχθρική. Πώς σε έκανε να αισθάνεσαι αυτό;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ας παραδεχτούμε ότι είναι εκτός νόρμας χαρακτήρας. Δεν έχω βιώσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Είναι πολύ παράξενο γιατί είναι, τελικά, είναι αρκετά σκληρή, και… χωρίς ψυχή. Τα πράγματα που την νοιάζουν περισσότερο είναι ίσως τα χειρότερα μέρη του να είσαι άνθρωπος. Πρέπει να το εντείνω όσο περισσότερο μπορώ. Αυτό ήταν αρκετά εξαντλητικό. Νιώθω ότι είμαι μέρος ενός μεγαλύτερου μηνύματος. Ξέρεις τι εννοώ; Είμαι «καλός στρατιώτης», προσπαθώ να πω αυτήν την ιστορία και να δουλέψω με τη [νέα της ταυτότητα. Θα είμαι «το κακό» για «το καλό της».
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Ενώ τα πάντα για τη Σου ήταν το «φαίνεσθε», νομίζω ότι το κοινό νήμα που μας συνέδεε, καθώς παίζαμε τον ίδιο χαρακτήρα, ήταν ο βαθύς πόνος και η επιθυμία να αγαπηθούμε.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Αυτό είναι αληθινό, ναι.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Νομίζω ότι αν κάποιος με λιγότερο βάθος από τη Μάργκαρετ το είχε αναλάβει, θα μπορούσε να το κάνει απλώς επιφανειακό. Αλλά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια τέτοια απόχρωση στον πόνο που μοιραζόμαστε.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Θα το δεχτώ αυτό.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ξέρω ότι μιλήσατε πολύ για την θετική επίδραση που μπορεί να έχει αυτή η ταινία στον κόσμο και για την αλλαγή των προτύπων ομορφιάς, και η ιστορία με την αεροσυνοδό (που μοιράστηκες) ήταν καταπληκτική· αλλά, ξέρετε, η ταινία έχει γίνει επίσης μεγάλη επιτυχία και… (σ.σ. περιέργως) είναι τρομερά διασκεδαστική να την παρακολουθείς. Ποιο ήταν (λοιπόν) το πιο διασκεδαστικό μέρος στο να γυρίσετε την ταινία; Μάργκαρετ, γιατί δεν ξεκινάς;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ξέρεις, τα γυρίσματα ήταν πολύ πιο δύσκολα από ό,τι ίσως φαινόταν. Ήταν αρκετά προκλητικά και διήρκεσαν πάνω από πέντε μήνες, οπότε διασπάστηκε σε μικροσκοπικά κομμάτια. Νομίζω ότι το πιο διασκεδαστικό ήταν όταν μπορούσαμε να γυρίσουμε περισσότερες σελίδες, γιατί συνήθως γυρίζαμε 1/8 σελίδας τη μέρα, ήταν τόσο αργό. Τέτοιο παράδειγμα για μένα ήταν η χορευτική σκηνή, γιατί ήταν μια ευκαιρία να προετοιμάσω κάτι που ήξερα ότι θα γυριζόταν σχετικά γρήγορα. Έτσι, είχα λίγο έλεγχο. Το ίδιο ισχύει και για τη σκηνή της εκπομπής, γιατί είναι «ανταλλαγή αστείων». Οτιδήποτε μπορούσε να σου δώσει λίγη ελευθερία, ήταν διασκεδαστικό για μένα. Το τελευταίο που θα προσθέσω είναι ότι μια από τις πιο ικανοποιητικές στιγμές στην ταινία ήταν όταν η Ντέμι και εγώ ήμασταν και οι δύο παρούσες την ίδια στιγμή. Ξέρεις, είμαι πολύ φαν της Ντέμι και ήταν δύσκολο να είμαι παρούσα μαζί της στο σετ συνεχώς.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Ανυπομονούσα και εγω για αυτό, αν και ήταν πολύ σκληρές σκηνές οι κοινές που είχαμε και με μεγάλη δυσκολία στα γυρίσματα. Αλλά ήταν ειδικά για μένα, μεγάλη η χαρά γιατί είχα τόσες πολλές σκηνές που ήμουν μόνη.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Νομίζω και η σκηνή της μαγειρικής γιατί ήταν τόσο τρελή. Ξέρεις, ήταν ακραία, πέρα από κάθε πίστη.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Βρισκόμαστε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική περίοδο, όπου υπάρχουν αρκετές ταινίες όπως (…) το «The Last Show Girl» (σ.σ. ταινία για την οποία η Πάμελα Άντερσον έχει πάρει διθυραμβικές κριτικές) και το «Baby Girl» (σ.σ. ταινία με τη Νικόλ Κίντμαν που καταπιάνεται με δύσκολο και προκλητικό θέμα) που ασχολούνται με σημαντικά θέματα που σχετίζονται με τις γυναίκες. Πώς αισθάνεστε ότι αυτή η ταινία αγγίζει αυτά τα ζητήματα που οι γυναίκες πρέπει συνεχώς να αντιμετωπίζουν; Πώς νομίζετε ότι η ταινία ασχολείται άμεσα με αυτά τα θέματα και φέρνει στην επιφάνεια θέματα που παρέμεναν… στη σιωπή;
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Λοιπόν, δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να δω όλες τις άλλες ταινίες. (…) Αλλά (…) σε κάποιες από αυτές τις ταινίες φαίνεται να υπάρχει μια συλλογική συνείδηση γύρω από την ιδέα του να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας και να αγαπάμε τον εαυτό μας. Αυτό φαίνεται να τις διαπερνάει. Ξέρω ότι στο «Baby Girl» υπάρχουν πτυχές που ασχολούνται με ζητήματα ντροπής. Νομίζω ότι υπάρχουν και ορισμένες πτυχές αυτού στην ταινία μας, που είναι κάπως ενδιαφέρον, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο στον «ζωτικό κόσμο» μας κάτι που είναι αξιοσημείωτο. Και δεν νομίζω ότι είναι εστιασμένο στις γυναίκες. Η ταινία μας, μας ωθεί να κοιτάξουμε τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να είμαστε τόσο σκληροί με τον εαυτό μας· διότι στο τέλος, δεν είναι (σ.σ. πρόβλημα) αυτό που μας κάνουν οι άλλοι, αλλά αυτό που κάνουμε εμείς στους εαυτούς μας που -κατ’ επέκταση- δημιουργεί την εμπειρία και την πραγματικότητά μας στη ζωή. Ταυτόχρονα, είναι και μια από τις πιο ισχυρές αναγνωρίσεις της ικανότητας να δημιουργούμε αλλαγές όταν μπορούμε να σταματήσουμε να κοιτάμε πέρα από τον εαυτό μας· όταν κοιτάζουμε μέσα μας. Νομίζω ότι η αλλαγή συμβαίνει πρώτα μέσα στον καθένα μας και μετά ο κόσμος αρχίζει να το αντανακλά αυτό. Αυτό είναι μέρος όσων αντιλαμβάνομαι. Νομίζω ότι, καθώς οι γυναίκες βρίσκουν περισσότερη αξία στον εαυτό τους σε διάφορες ηλικίες, μεγέθη, φυλές και πολιτισμούς, όσο περισσότερο αναλαμβάνουμε την ευθύνη, τόσο περισσότερο αναγνωρίζουμε το εύρος του κόσμου και οι θέσεις που πάντα υπήρχαν αρχίζουν να καταλαμβάνονται. Είναι σαν να αντιμετωπίζουμε την πεποίθηση και να απαντάμε στο: «ποιος είπε ότι είσαι λιγότερο επιθυμητή μετά τα 50»; Κανείς. Ποιος το είπε; (…) Καθώς αμφισβητούμε αυτά τα «δεδομένα», αυτό αναδύεται στην επιφάνεια. Δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους όλου του κόσμου, αλλά (αν το σκεφτείτε) είναι μια ενδιαφέρουσα αντανάκλαση, καθώς όλες αυτές οι ταινίες φέρνουν στην επιφάνεια πράγματα ώστε να μπορέσουμε να αναδειχτούμε, και να δείξουμε ότι είμαστε πλήρεις.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ναι, υπάρχει μια πραγματική αίσθηση του να επανακαταλαμβάνουμε έναν χώρο ή ίσως απλώς να αναγνωρίζουμε γιατί οι άνθρωποι δεν καταλάμβαναν αυτόν τον χώρο, σωστά;
ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχω άλλη μια ερώτηση για εσένα, Μάργκαρετ (και Ντέμυ). Αυτή είναι από τον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο από την Ελλάδα. Ρωτάει, γιατί συχνά επιλέγεις ασυνήθιστους ρόλους αντί για τον ευκολότερο δρόμο που προσφέρει το Χόλιγουντ καθώς εκτός από το «The Substance», έχεις επιλέξει ταινίες όπως το «Poor Things» και το «Kinds of Kindness». Τι σε προσελκύει σε αυτές τις πολύπλοκες απεικονίσεις ανθρώπων που αγωνίζονται με τις επιθυμίες των άλλων;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ξέρεις, νιώθω ότι κάποια πράγματα της ζωής, έρχονται και επαναλαμβάνονται. Καταλαβαίνεις τί θέλω να πω; Ο δρόμος μου δεν ήταν πάντα στο χέρι μου. Νομίζω ότι επιλέγω τους ρόλους μου όσο και οι ρόλοι με επιλέγουν. Υπάρχει αυτό το στοιχείο κυριολεξίας στο ότι υπάρχουν σκηνοθέτες και υπεύθυνοι κάστινγκ που σε επιλέγουν κυριολεκτικά για να παίξεις αυτούς τους πολύπλοκους -και μερικές φορές παράξενους- ανθρώπους. Αλλά φυσικά τείνω να ελκύομαι προς αυτούς τους συγκεκριμένους ρόλους. Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να είμαι σε μια χαλαρή κωμωδία, να προσπαθήσω να είμαι μια ρομαντική πρωταγωνίστρια σε μια αστεία ταινία. Αλλά απλώς δεν μου βγαίνει. Μάλλον δεν είμαι ταιριαστή ως η ρομαντική φιγούρα; Κάνω πλάκα. Είμαι μισή σοβαρή και μισή αστεία. Δεν ξέρω. Νομίζω ότι τα πράγματα βγαίνουν όπως πρέπει να βγουν και πρέπει να πάρεις νόημα από αυτό και να προσπαθήσεις να αναπτυχθείς. Αυτό είναι όλο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ως διευκρίνηση να πω ότι η Ελίζαμπεθ και η Σου ήταν μοναδικές με τον δικό τους τρόπο.
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Είμαστε, στην ουσία, διαφορετικοί. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο αφηρημένο από το να το περιγράψω με λόγια. Είμαστε δύο διαφορετικοί άνθρωποι που έχουμε πολλές διασταυρώσεις λόγω του τρόπου που μεγαλώσαμε, του τρόπου που βιώσαμε το να είμαστε ηθοποιοί, του τρόπου που… έχουμε «αίμα με καρδιές» και προσπαθούμε. Νομίζω ότι έχουμε πολλά κοινά και πολλά διαφορετικά (σ.σ. με τις ηρωίδες μας). Δεν προσπαθήσαμε πολύ σκληρά να ορίσουμε αυτά τα πράγματα. Ήταν πιο φυσικό από αυτό που περιγράφω. Αλλά νομίζω ότι το κοινό στοιχείο που είχαμε ήταν απλώς η δέσμευση. (…) [Και αν πιάσω το παράδειγμα της Ντέμυ Μουρ] δεν υπάρχει πιο αφοσιωμένη ηθοποιός. Δεν υπάρχει πιο σκληρά εργαζόμενη και πειστική ηθοποιός. Είναι υποστηρικτική. Είναι φανταστική συνεργάτης.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Νομίζω ότι και οι δύο «λερωθήκαμε» και ήμασταν πρόθυμες να λερωθούμε, να δείχνουμε χάλια μαύρα και, πραγματικά, να τα δώσουμε όλα τοιουτοτρόπως χάνοντας σύντομα τη «γυαλάδα» μας, και ωθούμενες στα άκρα. Ευτυχώς δεν είχαμε ενδοιασμούς. (…) δουλεύαμε στα πλαίσια ενός σεναρίου που ήταν απόλυτα συγκεκριμένο. Ήταν όμως (…) σα να το καταλάβαμε και να το γνωρίζαμε. Κατανοήσαμε την υποχρέωση μας (…) όταν είχαμε την πρώτη μας σκηνή μας, που κάναμε την «αλλαγή». Έπρεπε και οι δύο να είμαστε γυμνές σε αυτό το κρύο πλακάκι για ώρες, και το σώμα της Μάργκαρετ έπρεπε να κρέμεται εντελώς ασυνείδητο σε στασιμότητα πάνω από το σώμα μου και να είμαστε σε αυτή την κατάσταση αμοιβαίας ευαλωτότητας. Αυτό γιγάντωσε τη σύνδεση που είχαμε ήδη για την κατανόηση των μικρών πραγμάτων. Όμως η μεγαλύτερη διασταύρωση που είχαμε σε όρους φυσικής δράσης ήταν το φιλί κατά τη διάρκεια της χορευτικής σκηνής (…). Νομίζω ότι η εσωτερική εργασία που κάναμε κάπως ξεχωριστά (οι δυό μας), ήταν αυτό που οδήγησε τις δύο γυναίκες (σ.σ. στην εξέλιξη τους), γιατί με κάποιο τρόπο, όσο περισσότερο ήταν η Σου στο φυσικό της σώμα, ακόμα κι αν υποτίθεται ότι ήμουν εγώ, έπλαθε τη δική της εμπειρία, και έτσι δημιουργούσε την επιθυμητή απομάκρυνση, κάθε φορά που ανταλλάσσαμε (σώματα).
ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε πολύ φυσικότητα στους ρόλους, που ξεκινάει από την «τις επιδόσεις στην αερόβια» μέχρι την «(σωματική) παραμόρφωση του τέρατος στο οποίο μετατρέπεσαι». Μάργκαρετ, πώς ήταν να είσαι φυσική ειδικά σε αυτή την ταινία, με τόσο ριζικά διαφορετικούς τρόπους;
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Ανακαλύπταμε τη φυσικότητα όσο προχωρούσαμε στα γυρίσματα. Μέχρι να φορέσω όλα τα προσθετικά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έπρεπενα καταλήξω σε ένα σώμα με καμπούρα. Έτσι, κάπως, ξετυλίχθηκε. Ακόμα και το να κάθομαι στην καρέκλα, όταν βάζανε τα προσθετικά, οι ισορροπίες άλλαζαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποια από αυτά δεν τα σκεφτόμουν καν μέχρι να φτάσουμε στο γύρισμα. Ήταν για εμάς τις δύο πολύ εξαντλητικό και πολύ προκλητικό σωματικά με διαφορετικούς τρόπους. Έναν μήνα στα γυρίσματα με την καμπούρα, κάθε σκηνή αναγκάζομαι να είμαι σκυμμένη, τρέχοντας, κάνοντας απότομες κινήσεις κ.λπ.. Δεν μπορούσα να προβλέψω τί βαθμό δυσκολίας είχε, ενώ ήταν πολύ πιο εύκολο να το διαβάσεις στο χαρτί. (Στην ταινία) ασχολούμαστε με μια πραγματικότητα που δεν είναι εντελώς εδραιωμένη στην πραγματικότητα, είναι κάπως μια σουρεαλιστική· θα την έλεγες «επαυξημένη πραγματικότητα». Έτσι, μερικοί από τους νέους κανόνες των πραγμάτων είχαν επιπρόσθετο ενδιαφέρον για να προσπαθήσουμε να βρούμε τι ίσχυε. Για παράδειγμα, όταν ήμουν σκυμμένη και παρέμενα λεπτή, δεν μπορούσα πραγματικά να τρέξω τόσο γρήγορα. Έτσι φτιάξαμε τους δικούς μας κανόνες, ώστε να μπορέσουμε να τρέξουμε τόσο γρήγορα (και να μη φαίνεται η δυσκολία).
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: [Εκεί κατάλαβα ότι] η Μάργκαρετ μπορούσε να με «ξαπλώσει» στο δωμάτιο με μια κλωτσιά. Μάθαμε τόσα πολλά πράγματα που (…) αμφισβητούσαμε. (Στο τέλος αμφισβητήσαμε) τη λογική μας, οταν «ήμασταν μέσα σε αυτό», γιατί, η δουλειά μας ήταν να θεμελιώσουμε «την καρδιά όσων είπαμε» σε μια πραγματικότητα, ώστε να μην γίνει απλώς μια καρικατούρα. Μόλις κατανοήσαμε τα όρια… των ορίων που ήθελε η σκηνοθέτις μας να βάλουμε, τότε πραγματικά επιστρέψαμε στη ρίζα και την άγκυρα, στο θεμέλιο της δημιουργίας μιας πραγματικής γυναίκας που όλοι γνωρίζουμε, και που μπορούμε να καθρεφτίσουμε τους εαυτούς μας. Και ελλείψει διαλόγου, πολλή από αυτή τη δουλειά έπρεπε να την κάνουμε πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Έπρεπε από την πρώτη μέρα όλα να είναι ανεξάρτητα από την τρέλα στην οποία εμπλεκόμασταν. (…) Κάτι καταφέραμε μάλλον καθώς ήδη κυκλοφορούν πολλά έξυπνα memes (σ.σ εμπνευσμένα από την ταινία).
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς έχετε αντιμετωπίσει την αποδοχή της ταινίας; Υπάρχει κάτι που βρήκατε πραγματικά διασκεδαστικό ή πραγματικά ενδιαφέρον (σ.σ. όπως για τα memes);
ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΚΟΥΑΛΕΫ: Τα βρήκα υπέροχα (τα memes). Είμαι πραγματικά ενθουσιασμένη. Ξέρεις, δουλέψαμε πολύ σκληρά σε ένα μικρό στούντιο, κάθε μέρα για πέντε μήνες. Ήταν παλαβό. Λες στον εαυτό σου, «τί στο διάολο κάνουμε και γιατί το κάνουμε αυτό στους εαυτούς μας»; Και είναι πολύ ικανοποιητικό το αποτέλεσμα όταν κάτι αποκτά ζωή από μόνο του και φτάνει σε ανθρώπους έξω με μια τόση δα σκηνούλα που μπορεί να είναι bizarre αλλά είναι το αποτελεσμα 5-6 μηνών δουλειάς.
ΝΤΕΜΥ ΜΟΥΡ: Δεν μπορούσες να γνωρίζεις, πως θα εκλάβει το κοινό μια προσπάθεια που πηγαίνει σε αυτές τις ακραίες περιοχές. Το γεγονός ότι έχει διεισδύσει με έναν τρόπο με κάνει να νιώθω χαρούμενη. Αν γυρίσω πίσω το χρόνο στην πρώτη φορά που καθόμασταν μαζί του στον Καναδά (για ανάγνωση σεναρίου), νιώθω ότι το σοκ και ο απόλυτος θαυμασμός και ευγνωμοσύνη για αυτή την εμπειρία, παραμένουν πέρα και πάνω από κάθε προσδοκία. Μου αρέσει που οι άνθρωποι, κατά ένα πράξενο τρόπο, διασκεδάζουν με αυτό το θέμα. Παράδειγμα, έχουν φτιάξει στολή Halloween με τις δυό μας. Αυτό δείχνει (…) πόσο σφοδρή, διασκεδαστική εμπειρία είναι η ταινία «The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης». (…) Το γεγονός ότι συμμετείχαμε σε κάτι που οι θεατές προτιμούν να δουν την ταινία στο σινεμά, είναι κάτι που μου αρέσει (…) και μου προσθέτει ένα άλλο επίπεδο χαράς στην ήδη υπάρχουσα. Υπάρχουν ακόμα θεατές, που πήγαν πολλές φορές να τη δουν στο σινεμά. Έχω συναντήσει ανθρώπους να έρχονται και να μου λένε: «Την έχω δει τρεις φορές στο σινεμά». Λέω, «Ω, Θεέ μου. Τί ευτυχία»!