Η ταινία Babygirl, σε σκηνοθεσία της Χαλίνα Ρέιν, είναι ένα ερωτικό δράμα με μαύρο χιούμορ. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μιας γυναίκας που αρέσκεται στην ταπείνωση, υποδύεται η Νικόλ Κίντμαν, και για αυτό το τόλμημά της έχει κερδίσει την υποστήριξη της κριτικής στο Φεστιβάλ Βενετίας. Υποδύθηκε την Romy, μια ισχυρή CEO που θα υποκύψει στο ερωτικό κάλεσμα ενός νεότερου ασκούμενου, γεγονός που αποκαλύπτει κρυφές επιθυμίες και ανατρέπει την καλοφτιαγμένη οικογενειακή ζωή της (το καλοφτιαγμένη εντός εισαγωγικών καθώς από την πρώτη σκηνή της ταινίας ξέρουμε ότι στερείται οργασμών με τον άντρα της). Η αφήγηση επικεντρώνεται στις σχέσεις εξουσίας και υποταγής, ενώ εστιάζει στη διαχείριση της ερωτικής επιθυμίας σε ένα πλαίσιο προσωπικών και κοινωνικών περιορισμών.
Η Κίντμαν κέρδισε το βραβείο Volpi Cup στο Φεστιβάλ Βενετίας για την ερμηνεία της, η οποία χαρακτηρίστηκε θαρραλέα και γεμάτη συναισθηματική πολυπλοκότητα. Δυστυχώς δεν ήταν εκεί να παραλάβει το βραβείο καθώς κατά την επιστροφή της ενημερώθηκε ότι πέθανε η μητέρα της και επέστρεψε αμέσως στην Αυστραλία.
Σε διαδικτυακή συνάντηση, οι συντελεστές της ταινίας (εκτός του Αντόνιο Μπαντέρας) έδωσαν το παρόν και συζήτησαν για τα θέματα της ταινίας αλλά και τη συναισθηματική τους εμπλοκή με τα ζητούμενα. Σε σημεία κάνουν απλά διάλογο μεταξύ τους, χωρίς τον συντονιστή που φρόντισε να μεταφέρει την ουσία των ερωτημάτων μας.
Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε μια ελεύθερη επεξεργασία όσων ειπώθηκαν, ώστε να υπάρχει καλύτερη κατανόηση και του θέματος, και της συζήτησης.
Η συζήτηση ξεκίνησε με τη Χαλίνα Ρέιν, σκηνοθέτη της ταινίας, να εξηγεί πως δημιουργήθηκε το «Babygirl»:
«Ήθελα να δω πως θα μπορούσα να ενσωματώσω όλα τα διαφορετικά κομμάτια του εαυτού μου, ως γυναίκα; Κάποια μέρη του εαυτού μου μου αρέσουν πολύ και θέλω να τα παρουσιάσω στον έξω κόσμο. Όμως, κάποια άλλα μέρη ντρέπομαι πολύ γι’ αυτά. Και με αγχώνουν. Έτσι, ήθελα να δημιουργήσω μια ταινία που να θέτει το ερώτημα: είναι δυνατόν να αγαπήσεις και να αποδεχτείς όλα τα διαφορετικά μέρη του εαυτού σου; Έτσι ξεκίνησα να γράφω. Και μετά, ήθελα να δημιουργήσω μια διασκεδαστική και ψυχαγωγική ταινία, αλλά και, αν μου επιτρέπετε, με μια σκοτεινή υποβόσκουσα ατμόσφαιρα και με υπαρξιακά ερωτήματα».
Ακούσαμε πώς η Χαλίνα σκέφτηκε την ιδέα για την ταινία. Ποιος ήταν ο λόγος που δεχτήκατε αυτόν τον ρόλο και αποφασίσατε να συμμετέχετε σε αυτή;
Νικόλ Κίντμαν:
Πάντα με ενδιέφερε να συνεργαστώ με τη Χαλίνα· το ήθελα πολύ. Ένιωσα ότι αυτός ήταν ένας χώρος (σ.σ. της επιθυμίας και της εφαρμοσμένης κυριαρχίας) που δεν είχα εξερευνήσει ποτέ (σ.σ. ψέματα! Το είχε ερευνήσει εξονυχιστικά στο «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», και εν μέρη στο «Ντόγκβιλ»). Αυτό θύμιζε το είδος του θρίλερ, που παραπέμπει στη δεκαετία του ’90, αλλά με γυναικεία προσέγγιση· της σεξουαλικότητάς της, των επιθυμιών της, του εαυτού της. Ήταν μια ανακάλυψη, με έναν τρόπο, για το ποια είναι, και έγινε μέσα από ένα πραγματικά έντονο, σχεδόν σαν «τρενάκι του τρόμου», ταξίδι. Και ήταν απολύτως πρωτότυπο. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το σενάριο, ειδικά με τον τίτλο Babygirl, ήξερα ότι θα ήταν κάτι πολύ ελκυστικό. Όταν διάβασα το σενάριο, δεν μπορούσα να σταματήσω να διαβάζω· με τράβηξε αμέσως. Τηλεφώνησα στη Χαλίνα και μιλήσαμε για πάνω από μία ώρα για όλα αυτά, και μου είπε: «Κατάλαβες απόλυτα το όραμα μου». Αυτή ήταν η αρχή της μεταμόρφωσης του όλου πρότζεκτ.
Πώς εξελίχθηκε η συνεργασία σας με τη Χαλίνα, από τη φάση της συγγραφής μέχρι τα γυρίσματα και το μοντάζ;
Χαλίνα Ρέιν:
Έπρεπε να κινηθούμε γρήγορα. Είχαμε μια πολύ αυστηρή προθεσμία, καθώς έπρεπε να παραδώσουμε την ταινία ολοκληρωμένη πολύ σύντομα. Ήταν μια αγχωτική, αλλά υπέροχη διαδικασία μέχρι το τέλος. Έπρεπε να γίνουν όλα γρήγορα, γρήγορα… και γρήγορα! Αλλά, προσωπικά, μου αρέσει αυτό, γιατί έχω πολλή ενέργεια και πιστεύω ότι η πίεση και οι προθεσμίες με βοηθούν πραγματικά. Ήταν μια γρήγορη διαδικασία.
Νικόλ Κίντμαν:
Ναι, τα γυρίσματα ήταν πολύ γρήγορα, κάτι που έκανε την όλη εμπειρία πολύ οργανική. Λόγω του περιορισμένου χρόνου, μπορέσαμε να επικεντρωθούμε στην ταινία και να αποφύγουμε την υπερανάλυση. Η ταινία έχει πολύ ενστικτώδη χαρακτήρα, και πιστεύω ότι αυτή η πίεση μάς έβαλε όλους σε μια κατάσταση, όπου η εξάντληση, η αδρεναλίνη και ο ενθουσιασμός έπαιξαν σημαντικό ρόλο.
Χαλίνα Ρέιν:
Ναι, και επειδή γυρίζαμε στη Νέα Υόρκη, που μεταφράζεται σε κοστοβόρα διαδικασία, έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Θέλαμε μια ταινία που να έχει ένταση, να είναι μεγαλειώδης, και να σας παρασύρει στον κόσμο της. Είχαμε πολλές διαφορετικές τοποθεσίες και μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έγινε στα γραφεία της A24, για να μειώσουμε τα κόστη (σ.σ. η Α24, είναι μια νέα εταιρία παραγωγής που έχει χαρίσει μεγάλες επιτυχίες στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, ανάμεσα σε αυτές και τη «Θυσία του Ιερού Ελαφιού» του Γιώργου Λάνθιμου).
Η ιστορία αφηγείται από την οπτική της Romi (ηρωίδα που υποδύεται η Νικόλ Κίντμαν), αλλά και της Χαλίνα (σκηνοθέτις). Πώς συνδυάζονται αυτές οι διαφορετικές οπτικές στην ταινία;
Χάρις Ντίκινσον:
Ναι, μιλήσαμε πολύ νωρίς με τη Χαλίνα για τον χαρακτήρα μου, έναν νεαρό άνδρα που προσπαθεί να κατανοήσει ποιος είναι, τον ρόλο του στον κόσμο, αλλά και τη θέση του με όρους σεξουαλικής δυναμικής. Στη σημερινή εποχή, υπάρχουν τόσοι πολλοί διαφορετικοί τρόποι για το πώς μπορεί να είναι ένας σύγχρονος άνδρας, και αυτό προκαλεί μεγάλη σύγχυση. Ο Samuel είναι ένας τύπος που πηγαίνει ενάντια στις παραδοσιακές νόρμες και δεν σέβεται τα όρια του συνηθισμένου εταιρικού περιβάλλοντος. Αυτό το βρήκα πολύ ενδιαφέρον, καθώς δεν είχα δουλέψει ποτέ σε περιβάλλον γραφείου. Ζήτησα μάλιστα από την A24 να κάνω πρακτική σε ένα γραφείο, αλλά μου είπαν ότι πιθανότατα δεν είναι νόμιμο.
Χαλίνα Ρέιν:
Συζητήσαμε πολύ για τη γυναικεία ματιά, αλλά η ταινία εξετάζει εξίσου και την αρρενωπότητα. Είναι μια ταινία που μιλά περισσότερο για την ανθρώπινη φύση.
Πώς η ταινία καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη διερεύνηση της γυναικείας και της ανδρικής οπτικής;
Νικόλ Κίντμαν:
Ήμασταν τυχεροί που είχαμε μαζί μας τον Antonio Banderas και τη Sophie Wilde (υποδύεται την Esme). Αν και πρόκειται για μια ιστορία σχέσεων και απιστίας, η ταινία μιλά επίσης για τις διαφορετικές γενιές και πώς μαθαίνουν η μία από την άλλη. Η Χαλίνα το περιέγραψε υπέροχα, και αξίζει να το αναπτύξει περισσότερο.
Χαλίνα Ρέιν:
Η προηγούμενη αμερικανική μου ταινία, το «Bodies», με έκανε να ασχοληθώ εμμονικά με τη νεότερη γενιά. Ήταν απίστευτα εμπνευστικό να συνεργάζομαι μαζί τους. Οι νέοι έχουν πολύ διαφορετικές, αλλά ελπιδοφόρες απόψεις για θέματα όπως η σεξουαλικότητα, η αποδοχή του εαυτού, και η θετική στάση προς το σώμα. Όμως για εμένα ήταν σημαντικό να ερευνήσουμε και τους μεγαλύτερους χαρακτήρες, όπως εγώ, η Nicole και ο Antonio. Ήθελα να μαθαίνουν από τους νεότερους χαρακτήρες, όπως ο Harris, η Sophie Wilde, και οι δύο κόρες της Nicole στην ταινία.
Η επικοινωνία είναι τόσο σημαντική στην καθημερινότητά μας, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε μια ταινία σαν αυτή, είναι πραγματικά ουσιαστική. Νικόλ, μπορείς να μοιραστείς πώς μιλήσατε για την προσέγγιση ορισμένων σκηνών με τον Χάρις και πώς δημιουργήσατε ασφαλείς χώρους για να λειτουργείτε;
Νικόλ Κίντμαν:
Αναφέρεσαι σε έναν πολύ ιερό χώρο. Και νομίζω ότι όταν λες στον άλλο ηθοποιό: «Είμαστε μαζί σε αυτό, είναι ιερό, και ό,τι νιώθεις άνετα ή άβολα, ας το συζητήσουμε», δημιουργείται μια σύνδεση. Και το κάναμε. Το κάναμε πραγματικά ανοιχτά και είχαμε εξαιρετική χημεία από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε. Ένιωσα απίστευτα άνετα, γιατί είναι ένας πραγματικός τζέντλεμαν. Ο Χάρις είναι πολύ προσεκτικός, και ξέρει πόσο σημαντικό είναι να φροντίζει τους άλλους.
Επιπλέον, η Χαλίνα ήταν πανταχού παρούσα. Και ο Αντόνιο. Όλοι είμαστε πολύ έμπειροι – ιδιαίτερα ο Αντόνιο κι εγώ. Έτσι, αυτό ήταν εύκολο, γιατί φέρνεις όλη αυτή την εμπειρία, – δηλαδή χρόνια και χρόνια κινηματογραφικής δουλειάς -.. Ο Αντόνιο κι εγώ έχουμε δουλέψει σε ταινίες που ασχολούνται με τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν είχα ποτέ συνεργαστεί σε μία τέτοια ταινία με γυναίκα σκηνοθέτι. Και ξαφνικά, έχω αυτή τη γυναίκα σκηνοθέτι που είναι επίσης ηθοποιός και συγγραφέας της ταινίας, κάτι που από μόνο του δημιουργεί απίστευτα ασφαλές περιβάλλον.
Καταλάβαινε όλους μας και τους χαρακτήρες που προσπαθούσε να εξερευνήσει. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα πρόθυμη να ξαναγράψει ή να αφαιρέσει πράγματα, ή να κάνει αλλαγές ανάλογα με την περίσταση. Ήταν συνέχεια μαζί μας, στο κέντρο των πραγμάτων, κάτι που το έκανε πολύ σαφές. Πολλές από τις προθέσεις ήταν ξεκάθαρες, και πολλά από όσα προσπαθούσαμε να επιτύχουμε ήταν σαφή. Αλλά ταυτόχρονα, ως ηθοποιός, καταλαβαίνει τι απαιτείται για να δημιουργηθεί αυτή η ένταση, και να το αιχμαλωτίσεις.
Ήταν ένας πραγματικά μοναδικός χώρος για μένα, γιατί ποτέ δεν είχα φτιάξει μια ταινία σαν αυτή, και ποτέ με γυναίκα σκηνοθέτι. Και τελικά, μόνο με γυναίκα στο τιμόνι θα το έκανα.
Χάρις, τι λες εσύ;
Χάρις Ντίκινσον:
Συμφωνώ με τη Νικόλ. Πολύ νωρίς, μπήκαμε όλοι μαζί σε έναν πολύ ιερό, μικρό ασφαλή χώρο. Η Χαλίνα, η Νικόλ κι εγώ είχαμε πολλές ανοιχτές συζητήσεις για τις σκηνές, και η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια ήταν εκεί από την αρχή.
Η Νικόλ έθεσε τον τόνο για όλους στο γύρισμα. Νομίζω ότι μόλις ξεκίνησε το γύρισμα, είχαμε ένα πολύ καλό περιβάλλον με τον διευθυντή φωτογραφίας μας, τον Γιασπέρ, και τον βοηθό σκηνοθέτη μας, τον Κρίστοφ. Όλοι γνώριζαν την κατάσταση· και η ομάδα κοστουμιών και η ομάδα μακιγιάζ. Όλοι ήξεραν πόσο ευαίσθητες μπορεί να είναι αυτές οι στιγμές. Και η Χαλίνα δημιούργησε ένα πραγματικά υπέροχο περιβάλλον όπου νιώθαμε ότι μπορούσαμε να πειραματιστούμε, να παίξουμε, να δοκιμάσουμε πράγματα, να αποτύχουμε, και όλα αυτά ταυτόχρονα.
Νικόλ Κίντμαν:
[…] Η μουσική, επίσης, απαλύνει τα πάντα και δημιουργεί ένα πολύ ευχάριστο πλαίσιο (σ.σ. κάτι που είχαν κατά τα δεδομένα τους στα γυρίσματα). Και οι τοποθεσίες όπου γυρίζαμε ήταν πολύ κλειστοφοβικές, αλλά και πολύ ασφαλείς. Ήταν σαν μήτρα οι κρεβατοκάμαρες και τα δωμάτια του ξενοδοχείου […].
Χάρις, αληθεύει ότι ο λόγος που δέχτηκες να συμμετάσχεις στην ταινία ήταν για να κάνεις ρέιβ με τη Νικόλ Κίντμαν.
Χάρις Ντίκινσον:
Ελάτε τώρα, είναι σαν…
Νικόλ Κίντμαν:
Με έμαθε πώς να το κάνω.
Χάρις Ντίκινσον:
Σοβαρά τώρα.
Νικόλ Κίντμαν:
Έλεγα: «Αφήστε με δοκιμάσω». Ήθελα να συνεχίσω τα γυρίσματα.
Χαλίνα Ρέιν:
Ναι, συνέχισε να χορεύει όλη την ώρα. Ήταν πραγματικά ενδιαφέρον. Ήταν υπέροχο. Συνέχιζε να χορεύει. Δεν ήθελε να σταματήσει. Ήταν μια πολύ όμορφη νύχτα ή μέρα. Δεν θυμάμαι ακριβώς.
Νικόλ Κίντμαν:
Και οι κομπάρσοι που είχαμε ήταν απίστευτοι. Δημιουργήσαμε έναν ασφαλή χώρο για όλους. Όλοι ένιωθαν ότι υπήρχε δέσμευση για αυτό που κάναμε. Υπήρχε πολλή τέχνη σε αυτό. Ήταν πρόθυμοι. Εξηγούσαμε τις σκηνές μέσα από ένα μικρόφωνο, οπότε ήξεραν τι προσπαθούσαν να πετύχουν. Υπήρχε μια απίστευτη ενέργεια στην ταινία, η οποία ελπίζουμε ότι φαίνεται στη δημιουργία της. Όταν έχεις αυτή την ενέργεια, αυτόν τον ενθουσιασμό και αυτή τη διάθεση, τότε όλα βγαίνουν υπέροχα. Και αυτό προερχόταν από όλο το συνεργείο και την προθυμία τους να συμμετέχουν. Η διαδικασία ήταν αρκετά πρωτότυπη, αλλά αυτό το έκανε τόσο αληθινό.
Χαλίνα, πώς είναι η δημιουργική σου διαδικασία για να χτίσεις αυτή την ατμόσφαιρα που συνδυάζει στη σύνθεσή της και τους δύο τύπους έντασης, τη φασματική και τις εντάσεις του φόβου;
Χαλίνα Ρέιν:
Νομίζω ότι πηγάζει από το θέατρο. Ήμουν ηθοποιός στη σκηνή, αν και τώρα είμαι… συνταξιούχος. Πολλά από όσα είναι αυτή η ταινία διαμορφώθηκαν από τους χαρακτήρες που έχω υποδυθεί στο κλασικό θέατρο, μέσα από κείμενα του Σαίξπηρ, του Ίψεν, του Ο’Νιλ. Νομίζω ότι αυτοί οι χαρακτήρες ζουν μέσα μου.
Παρόλο που η ταινία είναι μοντέρνα, υπάρχει κάτι από αυτά τα στοιχεία στους χαρακτήρες του Χάρις και της Νικόλ, και γενικά σε όλους. Αυτό είναι η έμπνευσή μου. Όσο για την ασφάλεια και την οικειότητα που δημιουργήσαμε, αγαπώ να κάνω πολύ μεγάλες λήψεις. Απαιτεί προετοιμασία, αλλά οδηγεί σε έναν μοναδικό τόνο. Νομίζω ότι αυτό που ψάχναμε ήταν αυτή η ένταση μεταξύ δύο πραγμάτων: από τη μία πλευρά, η δυσκολία και η πρόκληση του […] από την άλλη πλευρά, ψάχναμε αυτή την ηλεκτρισμένη αίσθηση της στιγμής, κάτι νέο που θα μπορούσαν να φέρουν οι ηθοποιοί στη συγκεκριμένη στιγμή.
Αυτή η ένταση ανάμεσα στη δυσκολία της γλώσσας και την αίσθηση του κινδύνου και του ρίσκου είναι αυτό που προσπαθούσε να πετύχει η ταινία. Θέλαμε να αισθάνεσαι λίγο άβολα, αλλά ταυτόχρονα να είναι λίγο σέξι να το βλέπεις. Και αυτό το καταφέρνεις με πολύ μεγάλη οικειότητα ανάμεσα στους ηθοποιούς. Το πρώτο βήμα είναι να απομακρύνεις όλους τους άλλους από το σετ. Για παράδειγμα, στη μεγάλη σκηνή στο φθηνό ξενοδοχείο όπου περνούν μια ολόκληρη «σχέση γάμου» μαζί, χτίσαμε αυτόν τον χώρο σε ένα στούντιο, και ήμασταν μόνο αυτοί, μαζί με τον Γιασπέρ (τον διευθυντή φωτογραφίας).
Εκεί κάναμε πολύ μεγάλες λήψεις. Τους ήθελα καλά προετοιμασμένους. Έτσι μπορείς να πετύχεις έναν εντελώς μοναδικό τόνο – κάτι που ο Χάρις και η Νικόλ κατάφεραν, και στα δικά μου μάτια είναι απίστευτα εντυπωσιακό το αποτέλεσμα επειδή το αποτέλεσμα είναι αστείο, είναι τραγικό, είναι συγκινητικό, είναι σέξι, είναι άβολο, είναι απίστευτα ευάλωτο, πολύ ωμό και συναισθηματικό: και όλα αυτά, σε μία σκηνή. Και ο τρόπος που πετάνε τις ατάκες τους είναι σα να βλέπεις δύο γίγαντες της τέχνης να δουλεύουν μαζί.
Νικόλ, μπορείτε να μας μιλήσετε για το πώς η ταινία εξερευνά την υπαρξιακή κρίση και τα θέματα που βιώνει ο χαρακτήρας σας;
Νικόλ Κίντμαν:
Ναι, η ταινία πραγματεύεται την υπαρξιακή κρίση ενός ατόμου που αγωνίζεται με το γεγονός ότι έχει κατακτήσει σχεδόν ό,τι ήθελε στη ζωή. Έχει παίξει όλους τους ρόλους τέλεια, έχει τα παιδιά, τον σύζυγο, το υπέροχο διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, τα έχει όλα. Παρ’ όλα αυτά, αισθάνεται μια ανησυχία, και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που μπορούν να κατανοήσουν πολλοί άνθρωποι – αυτή την ανησυχία εννοώ.
Και ξαφνικά εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο, ο Σάμιουελ, που μπορείς να τον αποκαλέσεις άγγελο ή διάβολο, ό,τι επιλέξεις. Έχει αυτές τις ιδιότητες που προκαλούν αναστάτωση. Και αυτή η αναστάτωση συμβαίνει επειδή υπάρχει η διάθεση να υπάρξει αναστάτωση.
Στη συνέχεια βλέπουμε τη διαρκή εσωτερική πάλη της: «Ποια είμαι»; «Τι θέλω»; «Θέλω να αυτοκαταστραφώ»; «Τι επιθυμώ πραγματικά»; «Τι με ελκύει»; Και αυτό την οδηγεί σχεδόν σε απόλυτη καταστροφή. Αλλά, μέσα από αυτό, βρίσκει μια νέα θέση ύπαρξης στη σχέση της και επιστρέφει σε έναν νέο τρόπο να υπάρχει με το άτομο που αγαπά. Θεωρώ ότι αυτή είναι μια συναρπαστική εξερεύνηση που δεν έχω δει ποτέ να γίνεται για μια γυναίκα στη μεγάλη οθόνη.
Χαλίνα, πώς βλέπετε αυτό το θέμα της τελειότητας και την εσωτερική πάλη που εξερευνά η ταινία;
Χαλίνα Ρέιν:
Συμφωνώ απόλυτα με τη Νικόλ. Η ιδέα στην αρχή είναι ότι ο χαρακτήρας της πιστεύει πως μπορεί να είναι τέλεια. Έχει στο μυαλό της την εικόνα της τέλειας μητέρας, τέλειας συζύγου, τέλειας αρχηγού. Μπορεί να κάνει ψυχρολουσίες, να κάνει ψυχοθεραπεία, να αφαιρεί κάθε ψεγάδι ή πληγή στον εαυτό της και να δημιουργήσει τον τέλειο άνθρωπο.
Αλλά, μέσα από τις συναντήσεις της με τον Σάμιουελ (τον χαρακτήρα του Χάρις), και οι δύο πρέπει να θεραπευτούν ο ένας με τη βοήθεια του άλλου. Πρέπει να αποδεχτούν ότι δεν είναι τέλειοι και ότι όλα είναι σε σύγκρουση μέσα σε έναν άνθρωπο. Ολόκληρος ο σκοπός της ύπαρξης είναι να αγκαλιάσεις όλα αυτά – τον άγγελο και τον διάβολο, το θηρίο και την καλή πλευρά, και να μην επικεντρώνεσαι μόνο στη μία πλευρά.
Νικόλ, μπορείτε να μας μιλήσετε για το πώς η ταινία εξερευνά την απόλαυση και την προσωπική ειλικρίνεια;
Νικόλ Κίντμαν:
Η ταινία αφορά την απόλαυση. Στη σκηνή της εξομολόγησης προς τον σύζυγό μου, του λέω τα διάφορα πράγματα που συμβαίνουν μέσα μου (σ.σ. μαζί με spoiler alert, ανάμεσα σε αυτά ότι ουδέποτε είχε οργασμό με αυτόν). Αλλά ακόμη κι εγώ η ίδια δεν είμαι σίγουρη για όλα αυτά. Του εξηγώ ότι προσπάθησα να είμαι αυτό που θέλει να είμαι, αλλά δεν μπορώ να το κάνω πια. Και πραγματικά προσπάθησα, πιστεύοντας ότι αυτό θα με έκανε ευτυχισμένη.
Όταν όμως εκείνος αντιδρά έντονα, αντί να με αγκαλιάσει και να μου πει ότι με καταλαβαίνει, με διώχνει από το σπίτι. Αυτή είναι μια δυνατή στιγμή. Και ακόμη και τότε, δεν του λέω όλη την αλήθεια. Αυτές οι στιγμές είναι πολύ πραγματικές και είναι κάτι που αγαπώ στη Χαλίνα.
Επίσης, όταν ο χαρακτήρας της Έσμε, που δουλεύει για μένα, μου λέει: «Δεν πρόκειται να σε απορρίψω. Χρειάζομαι να σταθείς δυνατή γιατί χρειάζομαι κάποιον να ακολουθώ», βρήκα αυτή τη σκηνή πολύ συναρπαστική. Δεν το περίμενα, και αυτό είναι που αγαπώ στις ανατροπές της ιστορίας.
Χάρις, ο χαρακτήρας του Σάμιουελ αρχικά φαίνεται σαν θηρευτής, αλλά καθώς ξετυλίγεται η ιστορία, γίνεται φανερό ότι είναι πιο περίπλοκος. Πώς καταφέρατε να ισορροπήσετε αυτές τις δύο πλευρές του χαρακτήρα σας;
Χάρις Ντίκινσον:
Νομίζω ότι από τη στιγμή που ο Σάμιουελ μπαίνει στην ιστορία, υπάρχει μια αίσθηση ανασφάλειας και αβεβαιότητας στον χαρακτήρα του. Είναι αυτός που πυροδοτεί τα γεγονότα. Με τη Ρόμι σχεδόν την κυνηγάει, την προκαλεί. Μπαίνει κατευθείαν στην τροχιά της και δεν φοβάται να της μιλήσει με έναν πολύ φυσιολογικό τρόπο. Ξέρει τι κάνει, και αυτό είναι ενδιαφέρον.
Πιστεύω ότι έλκεται από αυτήν, αλλά δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Παίζουν και οι δύο ρόλους, υποδύοντα· και αυτό είναι που κάνει την ιστορία τόσο ενδιαφέρουσα. Η Χαλίνα είχε μια ξεκάθαρη εικόνα για το πώς ήθελε να πλοηγηθεί σε αυτές τις στιγμές και ταυτόχρονα μου έδινε καθοδήγηση.
Υπήρξαν φορές που δεν ήξερα τι να κάνω ή πώς να το κάνω, αλλά πάντα μας καθοδηγούσε. Το ίδιο και η Νικόλ – συνεργαστήκαμε και βρήκαμε μαζί τον δρόμο καθώς προχωρούσαμε.
Χαλίνα Ρέιν:
Πιστεύω πως είναι επίσης πολύ σημαντικό, όσο αφορά την ανθρώπινη φύση και τη δυαδικότητα κάθε χαρακτήρα, ότι παίξαμε πολύ με τα στερεότυπα των θρίλερ της δεκαετίας του ’90. Αναφέρομαι στα ερωτικά θρίλερ. Σε αυτά τα θρίλερ συνήθως κάποιος τιμωρείται ή κάποιος σκοτώνεται. Ή, ξέρετε, αν κάποιος έχει εξωσυζυγική σχέση, πρέπει να τιμωρηθεί στο τέλος. Για εμάς ήταν εξαιρετικά σημαντικό να μην το κάνουμε αυτό.
Παίξαμε με αυτήν την ιδέα, κάνοντάς σας να περιμένετε ότι ο Σάμιουελ ίσως θα γίνει ένας σκοτεινός χαρακτήρας, ίσως πραγματικά διαπράξει ένα έγκλημα. Αλλά τελικά δεν το κάνει. Και ο λόγος που το κάναμε αυτό είναι για να υπογραμμίσουμε κάτι συγκεκριμένο. Θέλαμε να δελεάσουμε το κοινό ώστε να έχει μια συγκεκριμένη προσδοκία, να παίξουμε με αυτήν, και μετά να μην την ικανοποιήσουμε. Αντίθετα, λέμε: «Κοιτάξτε, και οι δύο είναι άνθρωποι. Έχουν και τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές τους, όπως όλοι μας».
Είναι πολύ επικίνδυνο να νομίζουμε ότι όλοι είμαστε άγγελοι, γιατί, δυστυχώς, δεν είμαστε. Αλλά αν καταπιέσουμε αυτήν τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας – και αυτό ισχύει και για τους δύο χαρακτήρες, αλλά και για τους χαρακτήρες της Σόφι και του Αντόνιο – η καταπίεση του εσωτερικού θηρίου, ό,τι κι αν είναι αυτό που αντιμετωπίζει ο Σάμιουελ, είναι αυτό που είναι πραγματικά επικίνδυνο.
Όταν το φωτίσεις, όταν μιλήσεις γι’ αυτό, όταν το αφήσεις να εκφραστεί, τότε δεν χρειάζεται να έχεις μια εξωσυζυγική σχέση, για παράδειγμα. Έτσι, υπό αυτή την έννοια, η ταινία είναι και μια «προειδοποιητική ιστορία». Και ευτυχώς, σε αυτή την ιστορία – αν και είναι ένα φανταστικό παραμύθι – στο τέλος (spoiler alert), εκείνη επιστρέφει στην οικογένειά της και τον σύζυγό της.
Η Νικόλ κι εγώ μιλήσαμε πολύ γι’ αυτό, για το πού βρίσκεται ο σύζυγός της και πού βρίσκεται εκείνη, και πώς εκείνος της επιτρέπει εκείνη τη στιγμή να εξερευνήσει τον εαυτό της μέσα σε αυτήν την οικειότητα. Και αυτό δεν αποτελεί απειλή. Μπορείς να έχεις μια απίστευτα βαθιά οικειότητα με έναν μακροχρόνιο σύντροφο, και ταυτόχρονα να βρίσκεσαι αλλού στη φαντασία σου. Αυτή είναι η αληθινή οικειότητα, γιατί πραγματικά αποδέχεσαι τον άλλο για αυτό που είναι.
Νικόλ Κίντμαν:
Αυτό, υποθέτω, είναι το ξεκίνημα της άνευ όρων αγάπης τους. Ποιος ξέρει πού θα πάει αυτή η σχέση; Αλλά επίσης πιστεύω πως, ξέρετε, αυτό το σενάριο γράφτηκε από μια Ευρωπαία γυναίκα. Και έχει αυτή τη δυνατή υφή που νομίζω πως δεν θα έβλεπα από έναν Αμερικανό συγγραφέα.
Η Χαλίνα, με το υπόβαθρό της και όσα φέρνει από την κουλτούρα της, έχει την ικανότητα να βλέπει τη σεξουαλικότητα με έναν διαφορετικό τρόπο. Και νομίζω ότι αυτή η οπτική προέρχεται από μια πολύ ευρωπαϊκή προσέγγιση.
Κάποιοι κριτικοί κινηματογράφου έχουν συγκρίνει την ταινία Babygirl με δημιουργίες του Μίκαελ Χάνεκε και του Πολ Βερχόφεν. Πώς πιστεύετε ότι η ταινία σας συνομιλεί με αυτές τις φιλμογραφίες; Υπάρχουν και άλλοι σκηνοθέτες ή φιλμογραφίες που θεωρείτε ότι σας έχουν επηρεάσει;
Χαλίνα Ρέιν:
Θέλω να είμαι πολύ ταπεινή, γιατί αυτοί είναι δύο από τους μεγαλύτερους ήρωές μου – ο Χάνεκε και ο Βερχόφεν. «Η Δασκάλα του Πιάνου», φυσικά, είναι μια ταινία με την οποία βρισκόμαστε σε διάλογο, όπως και όλες αυτές οι ταινίες θρίλερ που ανέφερα πριν, όπως το «9½ Εβδομάδες», το «Ολέθρια Σχέση» (Fatal Attraction), το «Βασικό Ένστικτο», το «Αποκαλύψεις» (Disclosure), το «Ανήθικη Πρόταση». Τις αγαπώ, γιατί είναι παιχνιδιάρικες, σέξι και αισθησιακές, αλλά ταυτόχρονα θίγουν θέματα που για μένα ήταν πολύ αληθινά όταν τις παρακολουθούσα. Με έκαναν να νιώθω λίγο λιγότερο μόνη.
Αλλά νομίζω πως αυτό που με έχει επηρεάσει περισσότερο είναι τα κλασικά θεατρικά έργα που έχω κάνει. Αυτοί οι χαρακτήρες, όπως η Μαρία Στιούαρτ και η Έντα Γκάμπλερ, είναι σαν να έχουν μπει στο DNA μου, είτε για καλό είτε για κακό. Μερικές φορές νιώθω ότι είναι φαντάσματα που έχουν κυριεύσει την ύπαρξή μου. Ένα μεγάλο μέρος του χαρακτήρα της Ρόμι είναι η Έντα Γκάμπλερ. Αν διαβάσετε την Έντα Γκάμπλερ – παρακαλώ, μην το κάνετε αν δεν το θέλετε, αλλά αν ενδιαφέρεστε – θα δείτε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες εκεί.
Νομίζω, λοιπόν, πως η εκπαίδευσή μου προέρχεται κυρίως από αυτούς τους συγγραφείς. Ήμουν μέλος μιας θεατρικής εταιρείας ρεπερτορίου, και παίζαμε την Έντα Γκάμπλερ για 15 χρόνια – όχι για 70 παραστάσεις, αλλά για 15 χρόνια. Δεν μπορώ, λοιπόν, παρά να την έχω μέσα μου. Αυτοί οι συγγραφείς, φυσικά, είναι ιδιοφυΐες, γιατί τα έργα τους αντέχουν στον χρόνο, και πιστεύω πως μέσα από αυτά μορφώθηκα.
Στο τέλος αυτής της ταινίας, δίνω μια θηλυκή απάντηση σε όλα αυτά. Η τελευταία πράξη είναι πολύ προσανατολισμένη στη γυναικεία ματιά. Είναι η δική μου απάντηση σε όλα αυτά τα έργα που δημιουργήθηκαν από άνδρες. Όλη μου τη ζωή έπαιζα σε δικά τους έργα, ήμουν μέρος των δημιουργιών τους, αλλά όλοι ήταν άνδρες – σκηνοθέτες και συγγραφείς. Αυτή η ταινία, λοιπόν, είναι η απάντησή μου σε αυτούς.
Πώς το όραμα της Χαλίνα διαμόρφωσε την προσέγγισή σας σε αυτόν τον ρόλο; Υπήρξαν στιγμές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, Νικόλ, που ανακαλύψατε νέες πτυχές του χαρακτήρα της Ρόμι;
Νικόλ Κίντμαν:
Ναι, συνεχώς, κάθε μέρα. Αυτό που ήταν υπέροχο ήταν ότι κάναμε πρόβες, μετά οργανώναμε τις σκηνές στο πλατό, αλλά είχαμε έναν διευθυντή φωτογραφίας που μπορούσε να κινηθεί μαζί μας πολύ γρήγορα. Αν κάτι άλλαζε αυθόρμητα, μπορούσε να το καλύψει. Φώτιζε τον χώρο και χειριζόταν την κάμερα με τρόπο που μας επέτρεπε να αιχμαλωτίζουμε τις αλλαγές, τις ανακαλύψεις, όλα όσα γεννιούνταν εκείνη τη στιγμή.
Αυτό ήταν φανταστικό, γιατί με τέτοιο υλικό… ξέρετε, υπήρχαν στιγμές που κάναμε πολύ προσωπικές σκηνές, και η κάμερα ήταν τόσο κοντά. Αλλά επειδή είχαμε δημιουργήσει μια τόσο καλή συνεργασία και κατανόηση, δεν την παρατηρούσα καν. Δεν παρακολουθώ ποτέ τις λήψεις, δεν εμπλέκομαι σε αυτό. Απλώς υπάρχω μέσα στον χαρακτήρα και στη σκηνή εκείνη τη στιγμή.
Έτσι, όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, σκέφτηκα: «Ω, Θεέ μου! Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι τραβούσαμε εκείνη την ώρα». Και αυτό ήταν υπέροχο. Όταν την είδα στη μεγάλη οθόνη, στη Βενετία, ήταν συγχρόνως τρομακτικό και υπέροχο. Ήταν τρομακτικό, γιατί σκέφτηκα ότι αυτό θα μπορούσε να μην λειτουργήσει. Αλλά όταν νιώσαμε την ανταπόκριση του κοινού, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ταινίας, μπορούσες να το νιώσεις – ήταν απτό.
Ήταν μία από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας μου, βλέποντας αυτή την ταινία στη Βενετία.
Χάρις Ντίκινσον:
Αλλά νομίζω, νομίζω ότι επιστρέφοντας στο σημείο που αναφέρατε προηγουμένως, σχετικά με το σκοτάδι, δεν νομίζω ότι μας διδάσκουν ποτέ πραγματικά πώς να διαχειριστούμε το σκοτάδι μας και την επιθετικότητά μας. Νομίζω ότι, ιδιαίτερα ως νέοι άνδρες, έχουμε αυτήν την μπερδεμένη μορφή επιθετικότητας που υπάρχει μερικές φορές έμφυτα σε εμάς, και δεν νομίζω ότι κανείς σε διδάσκει ή συζητά μαζί σου πώς να την πλοηγήσεις. Αντίθετα, την καταπιέζεις και έτσι αυτή βγαίνει με πολύ καταστροφικούς τρόπους για όλους. Οπότε, ναι, νομίζω ότι αυτό ήταν ένα ενδιαφέρον πράγμα να προσπαθήσουμε να δείξουμε […].
Νικόλ Κίντμαν:
Λίγο πριν τον τεράστιο καβγά, φέρνω μια σακούλα με μπιζέλια για να τους βάλω στο κεφάλι, και κάθονται εκεί και συζητούν από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες τι σημαίνει όλο αυτό. Αγαπώ εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι όταν ο Αντόνιο στη σκηνή εκείνη λέει: «Μην φύγεις, δεν θέλω να φύγεις».
Χαλίνα Ρέιν:
Ναι, μου αρέσει πώς το λέει ο Χάρις, ότι όταν οι άνδρες έχουν πολεμήσει και βγάλει την επιθετικότητά τους, τότε μπορούν ακόμα να γίνουν οικείοι, ακόμα και αν εκείνη τη στιγμή θα νόμιζες ότι είναι οι χειρότεροι εχθροί. Και αυτό, ξανά, είναι κάτι που πραγματικά αγαπήσαμε να κάνουμε με αυτή την ταινία, να προσπαθήσουμε πραγματικά να την κάνουμε όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινη. Αυτό είναι το πώς το παίξανε! Ο Χάρις και ο Αντόνιο! Μια τόσο συγκινητική στιγμή, και φυσικά εγώ και η Νικόλ το παρακολουθήσαμε από πολύ κοντά, όπου πάνε αντιμέτωποι, κυριολεκτικά, ακόμη και εκείνη τη στιγμή, έτσι δεν είναι; Εκείνη έφερε τα κατεψυγμένα μπιζέλια και μετά πάνε αντιμέτωποι. Αυτά τα δύο κεφάλια είναι σχεδόν σαν ντοκιμαντέρ της φύσης με δύο ζώα. Και μετά ξαφνικά ο Αντόνιο σπάει. Ξέρεις, εκείνη είναι η στιγμή, η στιγμή που είναι σε θέση να κλάψει με τον χειρότερο εχθρό του, έτσι να το πούμε. Και αυτό είναι κάτι που αγαπώ, αυτή η ανδρική συντροφικότητα και όλα όσα είπε ο Χάρις για το τι είναι η ανδρικότητα; Και πώς, στις σημερινές μέρες, μπορείς να είσαι άντρας; Και μπορείς να δεις, ξέρεις, στην εποχή μας σήμερα, ότι πολλοί άνδρες είναι μπερδεμένοι με αυτό. Και οι νέοι άνδρες είναι. Οπότε πραγματικά θέλαμε να το θίξουμε και αυτό με αυτή την ταινία.
Η ταινία, παρότι επαινέθηκε για την αισθητική της και την προκλητική της θεματολογία, δέχθηκε και επικρίσεις για την επιφανειακή της επεξεργασία ορισμένων θεμάτων. Παρ’ όλα αυτά, η συνεισφορά της Κίντμαν αναγνωρίστηκε ως κεντρική στην επιτυχία του έργου και στη συζήτηση που προκάλεσε γύρω από τα θέματα που θίγει.