- Η μείωση της ζάχαρης κατά τις πρώτες 1.000 ημέρες της ζωής μπορεί να προστατεύσει τα παιδιά από διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση στην ενήλικη ζωή, με έρευνες να δείχνουν μείωση 35% και 20% αντίστοιχα στον κίνδυνο εμφάνισης αυτών των ασθενειών.
- Διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη καθυστερεί την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, με διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση να εμφανίζονται τέσσερα και δύο χρόνια αργότερα αντίστοιχα σε άτομα που κατανάλωναν λιγότερη ζάχαρη.
- Η βρετανική έρευνα χρησιμοποίησε δεδομένα από 60.000 άτομα και επιβεβαίωσε ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια περιορισμών στην κατανάλωση ζάχαρης παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Η μείωση της ποσότητας ζάχαρης που λαμβάνουν τα παιδιά, τόσο όσο βρίσκονται στη μήτρα όσο και ως νήπια, μπορεί να τα προστατεύσει από τον διαβήτη και την υψηλή αρτηριακή πίεση στην ενήλικη ζωή, σύμφωνα με έρευνα. Ερευνητές στη Βρετανία, διαπίστωσαν ότι οι πρώτες 1.000 ημέρες ζωής, είναι κρίσιμες, καθώς είναι η περίοδος όπου τα μωρά απορροφούν αρχικά τα θρεπτικά συστατικά από τη μητέρα τους και στη συνέχεια προχωρούν σε φόρμουλες και βρεφικές τροφές.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο περιορισμός της ζάχαρης στη διατροφή τους τη συγκεκριμένη περίοδο, συνδέεται με 35% μείωση των ποσοστών διαβήτη τύπου 2 στη μέση ηλικία και 20% μείωση του κινδύνου εμφάνισης υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Μια διατροφή με χαμηλή περιεκτικότητας σε ζάχαρη φάνηκε επίσης να καθυστερεί την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών, με τον διαβήτη και την υψηλή αρτηριακή πίεση να εμφανίζονται τέσσερα και δύο χρόνια αργότερα αντίστοιχα, σε άτομα που κατανάλωναν μικρή ποσότητα ζάχαρης στην αρχή της ζωής τους σε σύγκριση με αυτά που κατανάλωναν πολύ περισσότερη.
Οι ερευνητές αξιοποίησαν ένα πείραμα που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν καταργήθηκε η απόκτηση ζάχαρης και γλυκών με δελτίο το 1953. To μέτρο αυτό είχε επιβληθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, το επίδομα ζάχαρης ήταν συγκρίσιμο με τα επίπεδα που ορίζονται στις σύγχρονες διατροφικές οδηγίες, αλλά η κατανάλωση σχεδόν διπλασιάστηκε αμέσως μετά την άρση των περιορισμών, από περίπου 40 έως 80 γραμμάρια την ημέρα.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα της βρετανικής Biobank, οι επιστήμονες συνέκριναν την υγεία στη μέση ηλικία για 38.000 άτομα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια του μέτρου αυτού και 22.000 άτομα που γεννήθηκαν αμέσως μετά. Η ανάλυση έδειξε ότι τα ποσοστά διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης ήταν σημαντικά χαμηλότερα για τα παιδιά που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας (NHS) συνιστά τα ελεύθερα σάκχαρα – αυτά που προστίθενται σε τρόφιμα και ροφήματα και βρίσκονται φυσικά στο μέλι, στα σιρόπια και στους φυσικούς χυμούς φρούτων και λαχανικών – δεν πρέπει να αποτελούν περισσότερο από το 5% των ημερήσιων θερμίδων. Αυτό ισοδυναμεί με 30 γραμμάρια ή επτά κύβους ζάχαρης για έναν ενήλικα. Δεν υπάρχει καμία οδηγία για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών, αλλά συνιστάται να αποφεύγουν ροφήματα και τρόφιμα που περιέχουν πρόσθετη ζάχαρη. Κατά μέσο όρο, οι Βρετανοί καταναλώνουν περίπου τη διπλάσια ημερήσια συνιστώμενη ποσότητα.
«Πρόκειται για νέα πειστικά στοιχεία, τα οποία υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η μείωση της έκθεσης του αγέννητου μωρού και του νεογέννητου βρέφους στη ζάχαρη, έχει διαρκή οφέλη που περιλαμβάνουν τη μείωση του κινδύνου διαβήτη και υψηλής αρτηριακής πίεσης αργότερα» δήλωσε ο καθηγητής Κιθ Γκόντφρεϊ από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον.
«Τα ευρήματα συμβαδίζουν με την έρευνά μας που δείχνει χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας στα παιδιά των μητέρων που καταναλώνουν τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τα οποία αφομοιώνονται και απορροφώνται πιο αργά, προκαλώντας βραδύτερη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα» πρόσθεσε.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Science».
ΠΗΓΗ: Guardian