Στις 1 Απριλίου 1924, μια ένοπλη ομάδα διέκοψε τη σιδηροδρομική σύνδεση στον Δοξαρά Λάρισας, με στόχο να ληστέψει το τρένο Αθήνας-Θεσσαλονίκης. Η ληστεία ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς μεταξύ των επιβατών βρίσκονταν δύο υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα, ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας Δημήτριος Πάζης και ο πρώην διοικητής Μακεδονίας Ιωάννης Βαλαλάς.
Το περιστατικό έλαβε χώρα σε μια κρίσιμη πολιτική περίοδο, λίγες ημέρες πριν το δημοψήφισμα για την κατάργηση της βασιλείας. Υπήρχαν υποψίες ότι η ληστεία ενδεχομένως να είχε πολιτικά κίνητρα, με πιθανό στόχο τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος τελικά δεν βρέθηκε στο τρένο εκείνη τη στιγμή.
Πιο αναλυτικά:
Στις 1 τα ξημερώματα της 10ης Απριλίου 1924 μια ομάδα ενόπλων διέκοψε τη σιδηροδρομική σύνδεση στον Δοξαρά, στη Λάρισα, ακινητοποιώντας τον σταθμάρχη και καταστρέφοντας τον τηλεγραφικό εξοπλισμό. Ο στόχος τους ήταν σαφής: να σταματήσουν το τρένο που κατευθυνόταν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και να εκτελέσουν μια ληστεία που θα φαινόταν ως απλό έγκλημα, αλλά που στην πραγματικότητα κρύβει πολιτικά κίνητρα και αντιπαραθέσεις.
Ο απολογισμός της ληστείας ήταν σοκαριστικός: οι ληστές κατάφεραν να αποσπάσουν χρήματα και κοσμήματα αξίας 400.000 δραχμών. Οι επιβάτες του τρένου δεν ήταν τυχαίοι. Ανάμεσά τους, βρίσκονταν δύο πολιτικά πρόσωπα υψηλού κύρους: ο υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, Δημήτριος Πάζης, και ο πρώην διοικητής Μακεδονίας, Ιωάννης Βαλαλάς. Ωστόσο, η πραγματική διάσταση του περιστατικού δεν περιορίζεται στην κλοπή.
Η στιγμή της ληστείας συνέπεσε με το τεταμένο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Απριλίου, θα διεξαγόταν δημοψήφισμα για την κατάργηση της βασιλείας και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, γεγονός που πυροδότησε σενάρια για πολιτικά κίνητρα πίσω από τη ληστεία.
Ανατρεπτικό στοιχείο για την υπόθεση ήταν ότι η ληστεία μπορεί να μην είχε σκοπό απλώς την κλοπή, αλλά να αποτελούσε μέρος μιας πιο σύνθετης πολιτικής συνωμοσίας. Υπήρξαν φήμες ότι στόχος των δραστών ήταν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος θα ταξίδευε από την Αθήνα και θα περνούσε από τον Δοξαρά με ένα άλλο τρένο, περίπου 50 λεπτά αργότερα. Ωστόσο, το δρομολόγιο του καθυστέρησε, και ο Παπαναστασίου δεν ήταν παρών τη στιγμή της ληστείας. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι ληστές ζητούσαν να μάθουν πληροφορίες για επιβάτες με σημαντικές πολιτικές θέσεις.
Το σκηνικό περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο από τη δήλωση του τότε υπουργού Έννομης Τάξης, Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι εκείνος ήταν ο πραγματικός στόχος της ληστείας, καθώς είχε προγραμματίσει να ταξιδέψει με το ίδιο τρένο, αλλά τελικά ακύρωσε την αναχώρησή του την τελευταία στιγμή.
Αμέσως μετά την έκρηξη του εγκλήματος, οι αρχές υποπτεύθηκαν τον διαβόητο ληστή Γιαγκούλα και τη συμμορία του, η οποία φέρεται να είχε εμπλοκή στην εκτέλεση της ληστείας. Ειδικές δυνάμεις της χωροφυλακής καταστάλθηκαν στην περιοχή για να εντοπίσουν τους δράστες, ενώ ο Πάγκαλος ταξίδεψε στη Λάρισα για να συντονίσει τις έρευνες.
Μετά το δημοψήφισμα και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, οι αρχές προχώρησαν στις συλλήψεις των δραστών. Τέσσερις από αυτούς δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Παρά την εκδίκαση της υπόθεσης και τις σφοδρές καταδιώξεις, υπήρξε και μια σημαντική ανισότητα στην αποζημίωση των επιβατών.
Ενώ οι ξένοι επιβάτες αποζημιώθηκαν πλήρως από το κράτος, οι Έλληνες επιβάτες έλαβαν μόνο το 50% της αποζημίωσης.