Το άρθρο αναλύει τις αποτυχημένες προσπάθειες του Προέδρου Τραμπ να διαπραγματευτεί μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία με τον Ρώσο Πρόεδρο Πούτιν, ο οποίος φαίνεται να έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Παρά τις επανειλημμένες συνομιλίες και διπλωματικές κινήσεις, οι προτάσεις της αμερικανικής πλευράς δεν έχουν αποφέρει αποτελέσματα, με τον Πούτιν να χρησιμοποιεί στρατηγικές καθυστέρησης και χειραγώγησης.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η έλλειψη εμπειρίας της αμερικανικής διαπραγματευτικής ομάδας, σε συνδυασμό με την ικανότητα του Πούτιν να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των αντιπάλων του, καθιστούν την κατάσταση ακόμα πιο περίπλοκη. Τελικά, ο Τραμπ φαίνεται να προτιμά τη βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία παρά την επίτευξη ειρηνικής λύσης στην Ουκρανία.
Πιο αναλυτικά
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, διαπιστώνει ότι η επικοινωνία με τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν είναι τόσο εύκολη όσο μπορεί να είχε φανταστεί. Όμως, είναι απλώς ο τελευταίος Αμερικανός ηγέτης που αποτυγχάνει να πείσει τη Ρωσία και τον επί μακρόν πρόεδρό της.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης Τραμπ να επιτύχει συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία έχουν σε μεγάλο βαθμό βαλτώσει, παρά τη φρενίτιδα διπλωματικών κινήσεων, αναφέρει σε ανάλυσή του το CNN.
Από την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον δύο τηλεφωνικές συνομιλίες με τον Πούτιν και έχει επανειλημμένα στείλει τον απεσταλμένο του, Στιβ Γουίτκοφ, να συναντήσει προσωπικά τον Ρώσο ηγέτη στη Μόσχα, με την τελευταία επίσκεψη να πραγματοποιείται την Παρασκευή.
Όπως αναμενόταν από πολλούς παρατηρητές του Κρεμλίνου, καμία από αυτές τις συναντήσεις δεν οδήγησε σε συμφωνία. Όχι μόνο ο Γουίτκοφ επέστρεψε με άδεια χέρια, αλλά επανέλαβε και αρκετά βασικά σημεία της ρητορικής του Κρεμλίνου.
Η τελευταία αμερικανική πρόταση περιλαμβάνει την αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου στην Κριμαία — μια πάγια κόκκινη γραμμή για την Ουκρανία και τους Ευρωπαίους συμμάχους της, σύμφωνα με αξιωματούχους που γνωρίζουν τις λεπτομέρειες, όπως ανέφερε το CNN.
«Θα έλεγα ότι οι διαπραγματεύσεις πηγαίνουν πολύ καλά — από την πλευρά του Πούτιν», δήλωσε στο CNN η Άντζελα Στεντ, ειδικός στις διεθνείς σχέσεις και πρώην αξιωματικός εθνικών πληροφοριών για τη Ρωσία και την Ευρασία στο Εθνικό Συμβούλιο Πληροφοριών. «Δεν έχει καμία πρόθεση να σταματήσει τον πόλεμο, αλλά αυτό που θέλει, και αυτό που επιτυγχάνει, είναι η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.»
«Ο Πούτιν παίζει ένα παιχνίδι αναμονής, επειδή πιστεύει ότι ο χρόνος είναι με το μέρος του και ότι μπορεί να οδηγήσει την Ουκρανία σε πιο μειονεκτική θέση και να πείσει το Κίεβο και τους Ευρωπαίους συμμάχους του, με τη βοήθεια της Ουάσιγκτον, ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από μια ειρηνευτική διευθέτηση με ρωσικούς όρους», δήλωσε από την πλευρά του ο Τζον Λάου, επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής στο New Eurasian Strategies Centre, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, στο CNN. Το να κωλυσιεργεί, να διαπραγματεύεται κάθε λεπτομέρεια ή να λέει «όχι» χωρίς να το λέει ρητά είναι μια κλασική ρωσική τακτική, που έχει χρησιμοποιήσει ο Πούτιν και οι βασικοί του διαπραγματευτές και στο παρελθόν, όπως στις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση πυρός στη Συρία.
Δεν είναι σαφές αν η κυβέρνηση Τραμπ δεν το περίμενε επειδή της λείπει η απαραίτητη εμπειρία για να προβλέψει τέτοιες συμπεριφορές ή αν απλώς έχει αποφασίσει να παίξει το παιχνίδι.
Οι δηλώσεις του Τραμπ μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο δείχνουν ότι βλέπει τον κόσμο με παρόμοιο τρόπο με τον Πούτιν, όπως ανέφερε η Στεντ — ως έναν κόσμο όπου κυριαρχούν μερικές μεγάλες δυνάμεις στις οποίες πρέπει να υποτάσσονται τα μικρότερα κράτη.
«Ο Τραμπ μιλάει για ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων (μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ), λέει ότι θα έπρεπε να μπορεί να πάρει τον Καναδά και τη Γροιλανδία και τον Παναμά, και από την άποψη του Πούτιν, αυτό είναι αποδεκτό. Θυμηθείτε, δεν έχει επικρίνει τον Τραμπ για τίποτα από αυτά», είπε.
Τελικά, ο Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέλλον της Ουκρανίας – φτάνοντας στο σημείο να υπονοήσει ότι η Ουκρανία «μπορεί κάποια ημέρα να γίνει ρωσική».
Έτσι, αν ο Πούτιν συνεχίσει να καθυστερεί τη διαδικασία, μπορεί να προσφέρει στον Τραμπ μια διέξοδο.
Η «τέχνη χειραγώγησης» του Πούτιν
Ο Τζον Λάου ανέφερε ότι η εκπαίδευση του Πούτιν στην KGB έχει διαμορφώσει τον τρόπο που προσεγγίζει τις διαπραγματεύσεις.
«Ο Πούτιν είχε περιγράψει τη δουλειά του στην KGB ως “εργασία με ανθρώπους”. Εκπαιδεύτηκε στην τέχνη του χειρισμού των συνομιλητών του. Είναι γνωστό ότι προετοιμάζεται σχολαστικά για τις διαπραγματεύσεις και είναι μάστορας της λεπτομέρειας», είπε ο Λάου στο CNN, προσθέτοντας ότι ο Ρώσος ηγέτης γνωστός για την «γρήγορη σκέψη του και μπορεί να γοητεύσει και να εκφοβίσει ταυτόχρονα.»
Σύμφωνα με την Καλίνα Ζέκοβα, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο University College London (UCL) που ειδικεύεται στη ρωσική εξωτερική πολιτική, ο Πούτιν έχει χρησιμοποιήσει αυτή την τεχνική και στον Τραμπ στο παρελθόν. Όταν συναντήθηκαν στο Ελσίνκι το 2018, ο Ρώσος ηγέτης του παρέδωσε μια μπάλα από το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 2018 στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου, λέγοντας «τώρα η μπάλα είναι στο δικό σας γήπεδο», αναφερόμενος στις προσπάθειες βελτίωσης των τεταμένων σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας.
«Αυτό ήταν ενδεικτικό της υπολογισμένης στρατηγικής “ανταποδοτικότητας” του Πούτιν, ο οποίος βλέπει τη διπλωματία ως ένα παιχνίδι με νικητές και ηττημένους. Ήταν επίσης πιθανό να γνωρίζει ότι ο συνομιλητής του είναι ένα άτομο με εύθραυστο εγώ που εντυπωσιάζεται εύκολα από θεατρικές χειρονομίες και δώρα», ανέφερε η Ζέκοβα, προσθέτοντας ότι η σύνοδος θεωρήθηκε ευρέως ως νίκη για τον Πούτιν, καθώς ο Τραμπ απέφυγε να καταδικάσει την ανάμειξη της Μόσχας στις εκλογές των ΗΠΑ του 2016, αντικρούοντας τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και ευθυγραμμιζόμενος ουσιαστικά με το Κρεμλίνο.
Ο Πούτιν διαθέτει πολλά «κόλπα» στη διπλωματική του φαρέτρα. Του αρέσει να αφήνει τους συνομιλητές του να περιμένουν, εμφανιζόμενος αργοπορημένος – μερικές φορές κατά αρκετές ώρες. Δημιουργεί συχνά χαοτικές καταστάσεις για να αποκτήσει περισσότερες επιλογές και μπορεί να αλλάξει γνώμη όποτε τον συμφέρει, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολες τις διαπραγματεύσεις. Επίσης, χρησιμοποιεί άλλους τρόπους για να επιδείξει την ισχύ του. Το 2007, για παράδειγμα, «ο Πούτιν άφησε το Λαμπραντόρ του να πλησιάσει τη (Γερμανίδα Καγκελάριο) Μέρκελ κατά τη διάρκεια φωτογράφισης, παρόλο που οι Ρώσοι αξιωματούχοι είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων για τον φόβο της για τα σκυλιά», είπε η Ζέκοβα.
Ο Στιβ Γουίτκοφ, ένας μεγιστάνας ακινήτων χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία στην πολιτική ή τη διπλωματία, προσπαθεί να κλείσει συμφωνία με έναν πρώην αντισυνταγματάρχη της KGB, που έχει επιβιώσει από πέντε Αμερικανούς προέδρους, οκτώ Βρετανούς πρωθυπουργούς, τρεις Κινέζους ηγέτες και έξι επικεφαλής του ΝΑΤΟ, έχοντας διαπραγματευτεί προσωπικά με πολλούς από αυτούς, σημειώνει το CNN.
Η Άντζελα Στεντ επισήμανε ότι ο Στρατηγός Κιθ Κέλογκ, ο επίσημος ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ για την Ουκρανία και τη Ρωσία, έχει ουσιαστικά παραγκωνιστεί στις συνομιλίες με τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι, όπως είπε, έχει τη μεγαλύτερη σχετική εμπειρία. «Φυσικά, είναι στρατηγός και όχι διπλωμάτης, αλλά τουλάχιστον έχει κάποια εμπειρία με τη Ρωσία και σε θέματα στρατηγικής, αλλά έχει περιοριστεί μόνο στην Ουκρανία.»
Η έλλειψη εμπειρίας δεν περιορίζεται μόνο στον Γουίτκοφ, αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη την αμερικανική ομάδα διαπραγματεύσεων.
Αντί για τον Κέλογκ, ο Γουίτκοφ συνοδευόταν σε ορισμένα ταξίδια του από τον Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Μάικ Γουόλτζ. Και οι δύο είναι έμπειροι πολιτικοί, αλλά δεν έχουν αποδεδειγμένη εμπειρία σε θέματα Ρωσίας.
Την ίδια στιγμή, η ρωσική αντιπροσωπεία περιελάμβανε τον επί χρόνια Υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, τον πρώην πρέσβη στην Ουάσιγκτον Γιούρι Ουσάκοφ και τον επικεφαλής του ρωσικού κρατικού επενδυτικού ταμείου, Κίριλ Ντμιτρίεφ, που έχει σπουδάσει στο Στάνφορντ και το Χάρβαρντ. Και οι τρεις μιλούν άπταιστα αγγλικά και είναι έμπειροι διπλωμάτες που γνωρίζουν πώς να διαχειρίζονται διαπραγματεύσεις με Αμερικανούς.
Ο στόχος του Πούτιν και η… υπομονή του Τραμπ
Η Μόσχα μπορεί να καθυστερεί σκόπιμα, ελπίζοντας ότι ο Τραμπ θα χάσει την υπομονή του και θα εγκαταλείψει τον στόχο του να τερματίσει τον πόλεμο.
Ήδη εμφανίζονται σημάδια: Ο Ρούμπιο δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποχωρήσουν μέσα σε «ημέρες» αν δεν υπάρξουν ενδείξεις προόδου. Το CNN επίσης μετέδωσε ότι ο Τραμπ αρχίζει να εκνευρίζεται με την έλλειψη αποτελεσμάτων και έχει πει ιδιωτικά σε συμβούλους του ότι η διαμεσολάβηση μιας συμφωνίας είναι δυσκολότερη απ’ ό,τι είχε φανταστεί.
«Η διοίκηση Τραμπ θέλει πολύ να πετύχει μια συμφωνία, αλλά δεν είναι διατεθειμένη να πληρώσει υψηλό τίμημα — δηλαδή όχι εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ, όχι αποστολή στρατευμάτων στο έδαφος και απροθυμία να ενισχύσει τη βοήθεια προς την Ουκρανία ως μοχλό πίεσης στη Ρωσία», δήλωσε η Τζένιφερ Κάβανα, διευθύντρια στρατιωτικής ανάλυσης στο think tank Defense Priorities, το οποίο προωθεί μια πιο συγκρατημένη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Πρόσθεσε ότι, για τον Τραμπ, η αποχώρηση των ΗΠΑ από την Ουκρανία και η σταθεροποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία είναι πιο σημαντικές από την επίτευξη ειρήνης.
Ο Πούτιν το γνωρίζει αυτό. Οι επιθέσεις από τη Ρωσία κατά της Ουκρανίας τις τελευταίες εβδομάδες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στο Κίεβο, δείχνει την πεποίθηση του Κρεμλίνου ότι η επιρροή που έχουν οι ΗΠΑ – ή είναι διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν – είναι περιορισμένη.
Ο Τραμπ, φυσικά, δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που πίστεψε ότι μπορεί να χτίσει μια καλή σχέση με τη Ρωσία.
«Κάθε αμερικανική διοίκηση που θυμάμαι έχει αναλάβει καθήκοντα με την ιδέα ότι θα κάνουν ένα “reset” — όλοι χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη — στις σχέσεις με τη Ρωσία, ότι έχουν την ευκαιρία να γυρίσουν σελίδα και να ξεκινήσουν από την αρχή. Και πάντα διαψεύδονται», δήλωσε ο Σαμ Γκριν, διευθυντής του Κέντρου για τη Δημοκρατική Ανθεκτικότητα στο Κέντρο Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής, στο CNN.
Ο Γκριν, ο οποίος είναι επίσης καθηγητής ρωσικής πολιτικής στο King’s College του Λονδίνου, είπε ότι αυτές οι διαδοχικές αποτυχίες έχουν οδηγήσει τη Μόσχα να βλέπει τις ΗΠΑ ως θεμελιωδώς ασυνεπείς.
Ορισμένοι πρώην πρόεδροι προσπάθησαν να οικοδομήσουν προσωπικές σχέσεις με τον Πούτιν — ο Τζορτζ Μπους κάλεσε τον Ρώσο ηγέτη στο ράντσο του στο Κρόφορντ του Τέξας και τον πήγε βόλτα με ένα φορτηγάκι Ford. Ο Μπους έγραψε αργότερα ότι «κοίταξα τον άνθρωπο στα μάτια» και «κατάφερα να νιώσω την ψυχή του».
Αν και στην αρχή ο Πούτιν έδειξε πρόθυμος να συνεργαστεί με τη διοίκηση Μπους —ήταν ο πρώτος παγκόσμιος ηγέτης που τηλεφώνησε στον Μπους μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου— η σχέση τους χάλασε σχετικά γρήγορα.
«Πιστεύω ότι ο πραγματικός λόγος για την κατάρρευση εκείνης της προσπάθειας επαναπροσέγγισης ήταν ότι ο Πούτιν ήθελε οι Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως ίσο εταίρο και να αναγνωρίσουν το δικαίωμά της να έχει σφαίρα επιρροής στα πρώην σοβιετικά κράτη. Και αυτό δεν ήταν κάτι που η διοίκηση Μπους ήταν έτοιμη να δεχτεί», είπε η Στεντ.
Άλλες αμερικανικές κυβερνήσεις προσπάθησαν διαφορετικές προσεγγίσεις, προσπαθώντας να κεντρίσουν το ρωσικό ενδιαφέρον για συνεργασία μέσω της ένταξης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς — όπως στο G7 το 1997 επί Μπιλ Κλίντον ή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2012 επί Ομπάμα.
«Αλλά ούτε αυτό λειτούργησε, κυρίως επειδή και οι δύο πλευρές υποτίμησαν με την πάροδο του χρόνου το βάθος του δομικού χάσματος μεταξύ της Δύσης και της πορείας που ακολουθούσε η Ρωσία», είπε ο Γκριν.
Η σχέση Αμερικής-Ρωσίας εξομαλύνθηκε κάπως κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα — αλλά κυρίως επειδή ο Πούτιν δεν κατείχε επίσημα την προεδρία για ένα διάστημα. Παραιτήθηκε το 2008 λόγω λόγω συνταγματικών περιορισμών στη θητεία του και έγινε πρωθυπουργός, για να επιστρέψει στην προεδρία το 2012 και αργότερα να αλλάξει το σύνταγμα.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας
Το βασικό πρόβλημα, λένε οι ειδικοί, είναι ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία απλώς δεν κατανοούν η μία την άλλη — ούτε τώρα, ούτε στο παρελθόν.
«Δεν νομίζω ότι οι περισσότερες αμερικανικές κυβερνήσεις κατάλαβαν πραγματικά το βάθος της στροφής της Ρωσίας προς όχι απλώς τον αυταρχισμό, αλλά προς μια εκδοχή αυταρχισμού που βλέπει την ύπαρξη της δυτικής ισχύος και ιδιαίτερα την ενότητα της διατλαντικής σχέσης ως βαθιά απειλητική για τα ρωσικά συμφέροντα», είπε ο Γκριν.
Ο Τόμας Γκρέιαμ, διακεκριμένος εταίρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων και πρώην ανώτερος διευθυντής για τη Ρωσία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (2004-2007), δήλωσε ότι το βασικό λάθος των Αμερικανών προέδρων μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ευρεία στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία.
«Θα έλεγα ότι, δεδομένων των ρωσικών συμφερόντων, της ρωσικής ιστορίας και των ρωσικών παραδόσεων, κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ ρεαλιστικό. Τείναμε να υπερβάλλουμε στις προσδοκίες μας για συνεργασία και μετά απογοητευόμασταν βαθύτατα όταν δεν τις βλέπαμε να υλοποιούνται», είπε στο CNN.
Ο Γκρέιαμ, που υπηρέτησε ως ειδικός βοηθός του Μπους, δήλωσε ότι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να αναγνωρίσουμε ότι η Ρωσία και οι ΗΠΑ θα έχουν πάντα μια περίπλοκη και ανταγωνιστική σχέση.
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αντιπαλότητας. Θα μπορούσαμε να έχουμε το είδος της βαθιάς εχθρικής σχέσης που έχουμε τώρα, με —θα έλεγα— απαράδεκτα υψηλό κίνδυνο στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ηνωμένων Πολιτειών… ή θα μπορούσαμε να έχουμε κάτι που ονομάζω ανταγωνιστική συνύπαρξη, όπου ο ανταγωνισμός εκφράζεται κυρίως σε οικονομικό, εμπορικό, πολιτιστικό, ιδεολογικό και διπλωματικό επίπεδο και όχι τόσο στο στρατιωτικό», είπε.
Το νόημα, όπως λένε ο Γκρέιαμ και άλλοι ειδικοί, είναι ότι η Ρωσία δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Θα συνεχίσει να υπάρχει και να έχει συμφέροντα στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, στην Ουκρανία και στον ανταγωνισμό με τον δυτικό κόσμο.