- Ο Μάγκνους Μπρούνερ, επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης της ΕΕ, θα επισκεφτεί την Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα, όπου θα συζητήσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τις ελληνικές αρχές.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα και τονίζει την ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα.
- Στο πλαίσιο του «Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο», όλες οι χώρες μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν έναν νέο ανεξάρτητο μηχανισμό παρακολούθησης για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της λογοδοσίας στις διαδικασίες ελέγχου στα σύνορα.
Ο επίτροπος Μάγκνους Μπρούνερ, αρμόδιος για θέματα Εσωτερικών Υποθέσεων και Μετανάστευσης, θα επισκεφτεί την Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα, ανακοίνωσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Στο πλαίσιο των εργασιών του για τις προτεραιότητες της θητείας του, ο επίτροπος Μπρούνερ θα ταξιδέψει στην Ελλάδα την επόμενη εβδομάδα», ανέφερε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής, αρμόδιος για θέματα εσωτερικών υποθέσεων, Μάρκους Λαμέρτ. «Θα του δοθεί επίσης η ευκαιρία να θέσει το ζήτημα της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις ελληνικές αρχές και να διερευνηθεί η συνέχεια», σημείωσε, ο ίδιος ο εκπρόσωπος.
«Η Επιτροπή σημειώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αυτής της εβδομάδας, ενώ παράλληλα παρακολουθεί στενά την υπόθεση», πρόσθεσε ο Μ. Λάμερτ, όταν ρωτήθηκε σχετικά κατά τη σημερινή ενημέρωση της Επιτροπής προς τον Τύπο. Η Επιτροπή δεν σχολιάζει τις κρίσεις του Δικαστηρίου και «εναπόκειται στις εθνικές αρχές να παρακολουθούν και να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης», ανέφερε στη συνέχεια ο Μ. Λάμερτ.
Ο ίδιος σημείωσε επίσης, ότι η πάγια θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μια «αποτελεσματική διαχείριση των συνόρων», είναι ότι θα πρέπει να διεξάγεται «με αξιοπρεπή και ανθρώπινο τρόπο» και «να βασίζεται στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων». «Η Επιτροπή συνεχίζει να συνεργάζεται με τις ελληνικές αρχές για να εξασφαλίσει ένα ισχυρό σύστημα παρακολούθησης της έρευνας καταγγελιών και την απαραίτητη παρακολούθηση, μεταξύ άλλων, από τα εσωτερικά πειθαρχικά όργανα, τις ανεξάρτητες αρχές, όπως η ελληνική εθνική αρχή διαφάνειας», πρόσθεσε.
Επιπλέον, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ανέφερε ότι «ως μέρος του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, όλα τα κράτη-μέλη θα πρέπει να δημιουργήσουν και να χρηματοδοτήσουν έναν νέο, ανεξάρτητο μηχανισμό παρακολούθησης, ο οποίος θα ενισχύσει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία κατά τη διαδικασία ελέγχου στα σύνορα και ταυτόχρονα θα μεριμνά για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Αυτός ο μηχανισμός παρακολούθησης, όπως εξήγησε ο Μ. Λαμέρτ, θα παρακολουθεί τη συμμόρφωση με το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο κατά τη διάρκεια του ελέγχου στα σύνορα και θα διασφαλίζει ότι ενδεχόμενες κατηγορίες για παραβιάσεις του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων θα οδηγούν σε έρευνες.
Σημειώνεται ότι στις 8 Ιανουαρίου, 23 κράτη-μέλη είχαν υποβάλει τα εθνικά τους σχέδια για την εφαρμογή του «Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο». Τα κράτη μέλη έπρεπε να το πράξουν έως τις 12 Δεκεμβρίου 2024 και η Επιτροπή βρίσκεται σε επαφή με εκείνα που έχουν καθυστερήσει, σύμφωνα με ευρωπαϊκή πηγή, αλλά δεν επιθυμεί να διευκρινίσει ποια είναι τα τέσσερα κράτη μέλη που δεν έχουν υποβάλει ακόμη τα σχέδιά τους.
Το «Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο» περιλαμβάνει ένα πακέτο 10 νέων νόμων για την ενίσχυση των εξωτερικών συνόρων, την καλύτερη διαχείριση των μεταναστευτικών κρίσεων και την επιτάχυνση της επεξεργασίας αβάσιμων αιτήσεων ασύλου, με τις σχετικές αποφάσεις επιστροφής. Με βάση αυτά τα σχέδια, η Επιτροπή θα καταρτίσει τις πρώτες προτάσεις της για τη «δεξαμενή» αλληλεγγύης, η οποία θα συγκεντρώνει τις δεσμεύσεις για βοήθεια που αναλαμβάνουν κάθε χρόνο τα κράτη μέλη για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Τον Δεκέμβριο, ο επίτροπος Magnus Brunner είχε πει ότι χρειαζόταν όλα αυτά τα σχέδια για να ξεκινήσει συζητήσεις με τα κράτη μέλη σχετικά με τα κείμενα του «Συμφώνου» που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν πριν από το 2026.