- Η Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία επικαιροποιεί περισσότερα από 130 διαγνωστικά πρωτόκολλα, με στόχο τη μείωση της υπερσυνταγογράφησης και της άχρηστης ιατρικής φροντίδας, που επιβαρύνει οικονομικά το σύστημα υγείας και τους ασθενείς.
- Η ένταξη των πρωτοκόλλων στο ηλεκτρονικό σύστημα συνταγογράφησης αναμένεται να μειώσει την προκλητή ζήτηση εξετάσεων, να βελτιώσει τη διάγνωση και να περιορίσει την έκθεση του πληθυσμού σε περιττή ιοντίζουσα ακτινοβολία.
- Παρά την επικαιροποίηση των πρωτοκόλλων, δεν έχει υπάρξει αξιοποίηση τους από το Υπουργείο Υγείας, με συνέπεια την αναγκαιότητα για περισσότερους ελέγχους και ενσωμάτωσή τους στη διαδικασία συνταγογράφησης.
Για δεύτερη φορά η Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία επικαιροποιεί τα διαγνωστικά πρωτόκολλα με την ελπίδα να αξιοποιηθούν από το υπουργείο Υγείας.
Η υπερσυνταγογράφηση φαρμάκων και διαγνωστικών εξετάσεων είναι ένα σοβαρό, διαχρονικό πρόβλημα που προκαλεί ζημιά εκατομμυρίων ευρώ και το οποίο προσπαθεί να λύσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας. Με σύγχρονα εργαλεία και εντατικοποίηση των ελέγχων επιχειρεί να μειώσει τις παραβατικές συμπεριφορές. Σύμμαχοι σε αυτή την προσπάθεια είναι οι επιστημονικές εταιρίες.
Χαρακτηριστικά η Ελληνική Ακτινολογική Εταιρεία (ΕΑΕ) επικαιροποιεί περισσότερα από 130 διαγνωστικά πρωτόκολλα, ευελπιστώντας να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των υπερσυνταγογραφήσεων που επιβαρύνουν την υγεία, την τσέπη των ασθενών και το σύστημα υγείας.
Η ένταξή τους στο σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης μπορεί να μειώσει την προκλητή ζήτηση εξετάσεων και να βελτιώσει την ποιότητα της διάγνωσης και θεραπείας χιλιάδων ασθενών. «Μπορεί να θέσει φραγμούς στην προκλητή ζήτηση απεικονιστικών εξετάσεων και την «αμυντική» άσκηση της ιατρικής, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ορθολογική διαχείριση των πόρων του ΕΟΠΥΥ», τόνισαν ο πρόεδρος της ΕΑΕ Αθανάσιος Χαλαζωνίτης και η Ρουμπίνη Γεωργακοπούλου, Μέλος Επιτροπής Διαπραγμάτευσης clawback του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) και Μέλος Επιτροπής Επαγγελματικών Θεμάτων της Ελληνικής Ακτινολογικής Εταιρείας.
Ακόμη, με την εφαρμογή των Διαγνωστικών Πρωτοκόλλων «μπορεί να διασφαλιστεί η παροχή τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας και αξιόπιστης διάγνωσης, με την ορθή επιλογή της πλέον ενδεδειγμένης απεικονιστικής πράξης καθώς και να περιοριστεί η έκθεση του γενικού πληθυσμού σε περιττή ιοντίζουσα ακτινοβολία».
Μέχρι τέλος Νοεμβρίου θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της επικαιροποίησης
Όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση των «Διαγνωστικών Πρωτοκόλλων» και των «Πρωτοκόλλων Ογκολογικής Απεικόνισης» ο πρόεδρος της ΕΑΕ Αθανάσιος Χαλαζωνίτης, συνολικά, μέχρι σήμερα, έχουν επικαιροποιηθεί 80 πρωτόκολλα, που αντιπροσωπεύουν περίπου τα 2/3 του συνόλου και μέχρι τα τέλη του Νοεμβρίου θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και για τα υπόλοιπα. Κύριο μέλημα της επικαιροποίησης είναι να βοηθήσει στην επιλογή του βέλτιστου πρωτοκόλλου για κάθε ασθενή, στηριζόμενη σε 3 άξονες:
- Ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών απεικόνισης όπου αυτές έχουν ένδειξη.
- Μείωση των άχρηστων εξετάσεων που δεν βοηθούν τον ασθενή και επιπλέον τον επιβαρύνουν οικονομικά τόσο αυτόν όσο και την πολιτεία.
- Προστασία του ασθενούς από αλόγιστη χρήση της ιονίζουσας ακτινοβολίας.
Όπως ανακοίνωσε ο κ. Χαλαζωνίτης, η ΕΑΕ βρίσκεται σε επαφές με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ώστε να προχωρήσει η εφαρμογή τους από το 2025. Η πρόταση της ΕΑΕ προς το Υπουργείο και την ΗΔΙΚΑ, περιλαμβάνει το σχεδιασμό πλατφόρμας συνταγογράφησης με φίλτρα ενδείξεων:
- Αυτή θα επιτρέπει, ή θα προτείνει τον απεικονιστικό έλεγχο που θα πρέπει να συνταγογραφηθεί από τον κλινικό ιατρό με online δυνατότητα.
- Η συνταγογράφηση θα βασίζεται σε επιστημονικά κριτήρια και με πρακτική υποστήριξη για τις δυνατές επιλογές απεικονιστικής μεθόδου κατά περίπτωση (ιστορικού, κλινικών σημείων, παρακολούθησης πορείας νόσου, η θεραπευτικού σχήματος κ.λπ.)
Η υλοποίηση του έργου ανατέθηκε στους Τομείς Γνωστικών Αντικειμένων και Ειδικών Εξετάσεων, που προβλέπονται από το καταστατικό της ΕΑΕ, καθώς και σε ειδικές Ομάδες Εργασίας, αποτελούμενες από Ιατρούς Ακτινολόγους. Τα Πρωτόκολλα τελικά αναπτύχθηκαν κατά βάση σύμφωνα με τα:
- Πρότυπα Παραπομπής Εκτέλεσης Απεικονιστικών Πράξεων του Βρετανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (iRefer), με προσθήκες από τη Διεθνή Βιβλιογραφία όπου αυτό ήταν απαραίτητο
- Κριτήρια Καταλληλόλητας Απεικονιστικών Πράξεων, κατά περίπτωση, του Αμερικανικού Κολλεγίου Ακτινολογίας (ACR).
Επισημαίνεται ότι όλες οι προτεινόμενες απεικονιστικές τεχνικές παρατίθενται με 5 κατηγορίες ιεράρχησης (απόλυτη ένδειξη-ενδεδειγμένη εξέταση-σχετική ένδειξη-ένδειξη σε ορισμένες περιπτώσεις-μη ενδεδειγμένη εξέταση) ούτως ώστε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν ισότιμη εφαρμογή αυτών ανά τη χώρα μας με δυνατότητα σχετικής επιλογής.
Αναξιοποίητα δυστυχώς τα πρωτόκολλα
Σημειώνεται ότι είναι η δεύτερη φορά που επικαιροποιούνται τα διαγνωστικά πρωτόκολλα. Αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά το 2012 και επικαιροποιήθηκαν το 2018.
«Δυστυχώς ουδείς αρμόδιος από το Υπουργείο Υγείας, ή άλλο σχετικό Φορέα (π.χ. ΗΔΙΚΑ), αξιοποίησε το συγκεκριμένο επιστημονικό έργο, το οποίο ήταν όχι μόνο πρωτοποριακό για το χρόνο που παρουσιάσθηκε, αλλά και το μοναδικό μεταξύ των λοιπών Επιστημονικών Ιατρικών Εταιρειών», ανέφερε ο κ. Χαλαζωνίτης.
Ακτινολογική Εταιρεία: Η απόφαση για την είσπραξη του clawback οδηγεί σε χρεοκοπία τα ιδιωτικά εργαστήρια
Προσθέτει ότι «αντ’ αυτού ο ΕΟΠΠΥ επέβαλλε στους συμβεβλημένους εργαστηριακούς ιατρούς, «ποιοτικά» κριτήρια για εξετάσεις με αξονική και μαγνητική τομογραφία τα οποία κατά βάση αποτελούν εμπορικά (και όχι επιστημονικά) κριτήρια και συνδέουν την αποζημίωση του εργαστηριακού ιατρού (ποιοτικό rebate) αυθαίρετα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του χρησιμοποιούμενου εξοπλισμού. Αγνοώντας παντελώς την ποιότητα των εξετάσεων και κυρίως την αμοιβή του Ιατρού που γνωματεύει την εξέταση (την υπεραξία δηλαδή των γνώσεων και της εμπειρίας αυτού)».
Επιπλέον «πολύ πρόσφατα το Υπουργείο Υγείας προσπαθώντας να ελέγξει την υπέρμετρη συνταγογράφηση προχώρησε στην έκδοση του Συντελεστή Εξομάλυνσης, χωρίς ωστόσο να έχει λάβει υπόψη του ότι σήμερα ασκείται μορφή εξατομικευμένης ανά περίπτωση ιατρικής γενικά και κυρίως χωρίς να έχει αξιολογήσει και αποτιμήσει επιστημονικά κριτήρια που τελικά θα οδηγήσουν σε ορθή διάγνωση, μέσω του συνόλου των απεικονιστικών εξετάσεων».