- Κάθε χρόνο, η Ελλάδα κατευθύνει 10,7 δισεκατομμύρια ευρώ στη διαχείριση ασθενών με χρόνια νοσήματα, με σημαντικό ποσοστό (4,3 δισεκατομμύρια) να προέρχεται από ιδιωτικές δαπάνες, γεγονός που οδηγεί σε ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
- Το ποσοστό των ατόμων με χρόνια νοσήματα έχει αυξηθεί, φτάνοντας το 42,7% το 2016, ενώ η ορθή διαχείριση αυτών των νοσημάτων είναι κρίσιμη για την οικονομική και κλινική τους αντιμετώπιση, με παραδείγματα όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 να δείχνουν τη σημασία της ρύθμισης.
- Υπάρχει ανάγκη για αναδιάρθρωση του συστήματος υγείας ώστε να επικεντρώνεται στον ασθενή και τις συνολικές του ανάγκες, αντί να τον αναγκάζει να περιηγείται στο σύστημα χωρίς καθοδήγηση.
Κάθε χρόνο 10,7 δις ευρώ κατευθύνονται στη διαχείριση των ασθενών με χρόνια νοσήματα, εκ των οποίων 4,3 είναι ιδιωτικές δαπάνες. Ανάγκη αλλαγών με επίκεντρο τον ασθενή.
Η χρόνια νοσηρότητα και η διαχείρισή της δίχως αμφιβολία, αποτελούν πλέον το μείζον πρόβλημα των συστημάτων υγείας των ανεπτυγμένων χωρών διεθνώς. Στη χώρα μας, με βάση της εκτιμήσεις της Έρευνας «Υγεία και Ευημερία», το ποσοστό των ατόμων με διαγνωσμένο χρόνιο πρόβλημα υγείας έχει παρουσιάσει αύξηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το 2006, οι διαγνωσμένοι χρονίως πάσχοντες υπολογίζονται σε 36,4% του πληθυσμού. Το 2016, το ποσοστό ανέρχεται σε 42,7%, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις. Τα παραπάνω αναφέρει σε άρθρο του στο περιοδικό του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιολογίας «στους ρυθμούς της καρδιάς», ο Κωνσταντίνος Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης της Τεχνολογίας Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.
Καρδιαγγειακά νοσήματα: Μόλις το 7% των χωρών έχουν αυτόνομα σχέδια ή στρατηγικές για την αντιμετώπιση τους
Αυξημένες ανάγκες υγείας-Στοιχεία για την Ελλάδα
Οι αυξημένες ανάγκες υγείας, λόγω της χρόνιας νοσηρότητας, αντικατοπτρίζονται και σε αυξημένη δαπάνη υγείας. Διεθνώς, εκτιμάται, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της δαπάνης υγείας οφείλεται στα χρόνια νοσήματα.
Η Ελλάδα ξοδεύει τα λιγότερα χρήματα για την υγεία των πολιτών
Η εκτίμηση για την Ελλάδα είναι ότι κάθε χρόνο 10,7 δισεκατομμύρια ευρώ κατευθύνονται στη διαχείριση των χρονίως πασχόντων. Από αυτά 6,5 δισεκατομμύρια αφορούν σε δημόσια δαπάνη υγείας και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, περί τα 4,3 δισεκατομμύρια σε ιδιωτικές δαπάνες, οι περισσότερες από τις οποίες καλύπτονται απευθείας (από την τσέπη) από τους ίδιους τους ασθενείς. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε σημαντικές διαφορές στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων του πληθυσμού, αυξάνει τις πιθανότητες καταστροφικών δαπανών υγείας των νοικοκυριών και εντείνει τις ανισότητες στα αποτελέσματα υγείας.
Ορθή διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων
Η πλέον βασική παράμετρος στην αντιμετώπιση των χρόνιων νοσημάτων, από την πλευρά του οργανωμένου συστήματος υγείας, αφορά στην ορθή διαχείριση των ασθενών και των νοσημάτων τους. Τα χρόνια νοσήματα, στη μεγάλη τους πλειονότητα, δεν θεραπεύονται, αλλά μπορούν να τύχουν ορθής διαχείρισης, με σκοπό την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων και τη διατήρηση ενός καλού επιπέδου υγείας και ευημερίας για τους πάσχοντες.
Ως εκ τούτου, οι προεκτάσεις της ορθής διαχείρισης είναι κλινικές αλλά και, σε μεγάλο βαθμό, οικονομικές. Μελέτες με εθνικά δεδομένα έχουν δείξει, ότι το μέσο ετήσιο κόστος των ασθενών, οι οποίοι επιτυγχάνουν ρύθμιση του χρόνιου προβλήματος υγείας τους, είναι κατά πολύ χαμηλότερο έναντι εκείνων που δεν καταφέρνουν, μέσω της βοήθειας του συστήματος υγείας, να επιτύχουν τους βραχυχρόνιους και μακροχόνιους θεραπευτικούς στόχους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, ενός νοσήματος το οποίο αφορά περί το ένα εκατομμύριο πάσχοντες στη χώρα μας, όπου το μέσο ετήσιο κόστος θεραπείας είναι κατά περίπου 50% χαμηλότερο στους ρυθμισμένους ασθενείς, έναντι των μη ρυθμισμένων.
Μια συγγενής και σημαντική διάσταση της χρόνιας νοσηρότητας σήμερα είναι, βεβαίως, το ζήτημα της πολυνοσηρότητας. Με βάση εθνικά στοιχεία, περίπου ένας στους δύο χρονίως πάσχοντες έχει διαγνωστεί και υποφέρει από 2 ή περισσότερα χρόνια νοσήματα. Το γεγονός αυτό δείχνει και τη συνθετότητα του προβλήματος, που καλείται να επιλύσει το σύστημα υγείας. Σε συνδυασμό με το σημαντικό συμπεριφορικό υπόβαθρο της χρόνιας νοσηρότητας (και,κυρίως, της ρύθμισης αυτής), η πολυνοσηρότητα αναδεικνύει:
- την ανάγκη αντιμετώπισης των πασχόντων, πρωτίστως στο επίπεδο της γενικής ιατρικής σε συνέργεια με τις ιατρικές ειδικότητες
- την ανάγκη για διεπιστημονική πλαισίωση της φροντίδας των πασχόντων, ώστε αφενός να καλύπτεται το πολυσχιδές σύνολο των θεραπευτικών αναγκών αλλά και, αφετέρου, η ανάγκη της υιοθέτησης «υγιεινών» συμπεριφορών και στάσεων απέναντι στους κινδύνους υγείας.
Η θεώρηση αυτή επιβάλλει την αναδιάρθρωση του προτύπου παροχής φροντίδας, το οποίο θα έχει στο επίκεντρο τον πάσχοντα, την ανάγκη και, βεβαίως, τις υπηρεσίες που θα πρέπει να παρασχεθούν. Η καθετοποιημένη προσέγγιση στη βάση της μονήρους διάγνωσης αποτελεί πλέον παρελθόν. Η διατάραξη της συνέχειας της φροντίδας είναι ένα πρόβλημα ενδημικό στο σύστημα υγείας μας, και οφείλει να ξεπεραστεί οριστικά.
Πρέπει να περάσουμε σε ένα πρότυπο οργάνωσης της φροντίδας υγείας, όπου ο ασθενής θα σταματήσει να περιστρέφεται γύρω από το σύστημα υγείας, αναζητώντας, πολλές φορές μάταια και χωρίς πυξίδα, υπηρεσίες. Αντίθετα, το σύστημα θα πρέπει να αρχίσει να περιστρέφεται γύρω από τον ασθενή, οργανώνοντας τη φροντίδα και τις υπηρεσίες με βάση το σύνολο των αναγκών του.